"Είσαι Σερ, μου λέει ο κυριούλης του μπιστρό στο οποίο συχνάζω, πρέπει να σε προσέχουμε,
συνεχίζει, και εγώ αναρωτιέμαι αν κυριολεκτεί η αν μου κάνει πραγματικά πλάκα. Το πιο πι-
θανό βέβαια να μου κάνει όντως πλάκα η να με μπερδεύει με την γνωστή τραγουδίστρια.
Όλα είναι πιθανά να συμβούν στο Νησί. Βέβαια εδώ που τα λέμε κι ο Σπύρος στη δουλειά
έτσι με έλεγε: όποιος με πλησίαζε και ρώταγε το όνομα μου, εκείνος συμπλήρωνε σχεδόν
με θυμό:μα μιλάμε γιε ένα Σερ! Τι να απέγινε άραγε. Ο Σπύρος μου θυμίζει πολύ τον Τεό
που γνώρισα εδώ. Κατοικείται κι αυτός από τα 3 Π:Παρθένος, Ποτηράκιας, Πολυλογάς. Να
οφείλεται άραγε στο ζώδιο η έφεση στην αυτοκαταστροφή; Θα πρέπει να ρωτήσω την Τζο
που ζει πια στην Αγγλία κι ήταν ειδική στη Υψηλή Τέχνη Του Διαμελίζομαι Οικειοθελώς.
Είναι μάνα πια, ελπίζω να χει εγκαταλείψει τις κακές συνήθειες. Πώς είναι άραγε να γίνεσαι
μάνα και να έχεις τον μυαλό σου την μπέκρα; Δεν έχω γνωρίσει ποτέ μου καμία και πολύ θα
το θέλα. Ο Τεό πάντως πιστεύει πως η κοινωνικοποίηση των ανθρώπων πρέπει να ξεκινάει
από τα μπαρ, πως δεν έχει καμία ουσία το να πίνεις μοναχός, και πως όταν κόβεις το τσιγάρο
είσαι ένα ποτό μείον. Αυτό το τονίζει το τελευταίο για λόγους αφύπνισης. Η μπορεί και να με
κοροϊδεύει στο βάθος που αρνούμαι να ενδώσω στην αυτοκαταστροφή η τουλάχιστον για αυτήν
που έχει στο μυαλό του εκείνος.Έχω την αίσθηση ο,τι με κοροϊδεύει που δεν καπνίζω πια.μπορεί
βέβαια να με θαυμάζει για το θάρρος μου και την επιμονή μου στο να μην ενδωσω στον ψεύτικο
καπνό και να το κόψω μια κι έξω. Είναι περίεργο όντως το να μην καπνίζεις και μάλιστα όταν
πηγαίνεις σε μπαρ. Όταν κρατάς ένα τσιγάρο είναι σαν να κρατάς έναν κόσμο ολόκληρο. Έτσι
πίστευα παλιά, αλλά και τώρα το ίδιο πιστεύω. Που και που βέβαια γλιστράω ξανά στην πικράδα
του, αλλά μετά ξεχνιέμαι, θυμάμαι πως δεν πρέπει πια, κι αποσύρομαι. Ο Τεό εκεί, αμετανόητος.
Καπνίζει σαν να έχει μπροστά του ολόκληρες ζωές κι όχι μια, κι αυτή ελαφρώς κουτσουρεμένη.
"Το ξέρεις του λέω ότι σε 20 χρόνια δεν θα υπάρχουμε; τι νομίζεις ο,τι είναι το παιχνίδι; μερικές
δεκαετίες, αν σταθείς φυσικά τυχερός," Μιλάμε για τις ζωές μας σαν να πρόκειται για διασκευή
που θα ανέβει σε ένα μεγάλο θέατρο και οι ηθοποιοί θα ναι μουγκοι, έτσι μου μοιάζει, κι ο Τεό
γίνεται πικρός, αρχίζει να κατηγορεί τους πάντες, την μάνα του τον πατέρα του, κάτι ξέμπαρκους
περαστικούς. Αρκεί να ειπωθεί μια λάθος λέξη κι όλα να πάνε κατά διαόλου. Οι άνθρωποι στο
Νησί δεν παραδέχονται κανένα, και είναι λογικό αν το καλοσκεφτείς. Δεν πάν να σε λένε Θεό
η Τεό, άμα σε βρει η στραβή, δεν συγχωρείς κανένα.Έτσι λοιπόν, όπως και στην αληθινή ζωή
όλοι μιλάνε για όλους με απαξίωση και συχνά με φθόνο.Ακόμα κι ο Τέο. "Έτσι λες και για
μένα πίσω απ' την πλάτη μου; τον ρωτάω λιγάκι προβοκατόρικα, γνωρίζοντας ίσως εκ των
προτέρων την απάντηση:"Εσύ είσαι Σερ. Εσύ είσαι άλλο."ίσως να φταίει τελικά η έλλειψη
έρωτα για την τόση πικρομουνιάση. Τόσο καιρό εδώ πέρα, είναι απορίας άξιο που δεν
γνώρισα ούτε ένα ελάχιστο δείγμα έρωτα. Το χω πραγματικά καημό να γνωρίσω κάποιον
η κάποια και να του έχει φύγει το κεφάλι από νταλκά. Μάλλον παίζουμε στα ψέμματα. Ίσως
να μάστε κακομαθημένα παιδιά με πόζα και σοβαρό πρόβλημα ενηλικίωσης. Τι σκατά
παριστάνουμε, λέω στον Τεο, αλλά δεν μ`ακούει πια: έχει βυθιστεί στη δίνη του.
Το ποτό έκανε τέλεια τη δουλειά του, τουλάχιστον είναι ήσυχος, σιωπηλός, έχει βυθιστεί
όμορφα μέσα του, δεν κάνει τις τρέλες που κάνουν οι άλλοι άνθρωποι και ιδίως οι Βόρειοι
Το θυμάμαι πολύ καλά εκείνο το ταξίδι.
Ήταν καλοκαίρι του 11, ακόμη η Νορβηγία δεν είχε ανατιναχτεί, και οι άνθρωποι διψούσαν
για φθηνό αλκοόλ, κι έτσι ταξίδευαν για λίγες ώρες για να εφοδιαστούν με ισχυρά όπλα για
να μπορέσουν να πατήσουν κάτω αυτό το τέρας που λέγεται Νορβηγικός Ευατός απέναντί
στη γκρίζα χλωμή πραγματικότητα που δεν τρώγεται με τίποτα.Ίσως να φταίει ο καιρός που
οι άνθρωποι χλώμιαζουν και δεν βρίσκουν καμιά δικαιολογία για να μείνουν ζωντανοί. Ίσως
πάλι να μην φταίει τίποτα και να τους νικάει απλώς ο κακός τούς ευ ατός. Το θυμάμαι εκείνο
το ταξίδι με μια σχετική λύπη: ήταν πρωί, γύρω στις 10, και τα μικρά Νορβηγικά Προβα
τακια βελάζαν από ανία και βαρεμάρα περιμένοντας να ανοίξει το μπάρ. Ήταν ο αφελής
ευατός μου που ζητωκραύγαζε σιωπηλά πως αυτοί οι φιλήσυχοι νοικοκυραίοι περίμεναν
για καφέ, αντι για δεκάδες μπουκάλια κρασί. Που να φανταστώ πως γυρεύαν να κολυμπή
σουν μέσα σε βαθιά χύτρα πνιγμένη σε αλκοόλ. Μιλάμε για λίτρα, χιλιόμετρα ολόκληρα.
Για πότε μεταμορφώθηκε η σιωπηλή άμορφη μάζα, σε ένα πολύχρωμο πολύβοο
αλκοολικό μελίσσι ήταν ζήτημα πραγματικά πολύ περιορισμένου χρόνου. Τα τραγούδια
και οι χοροί έδιναν και έπαιρναν, οι γυναίκες ξεσάλωσαν, άρχισαν να ουρλιάζουν, τα
δε μικρά παιδιά τους, σαν να τα είχαν κι αυτά ποτίσει από ωραίοτατο Νορβηγικό κρασί
κι το Γλέντι άναψε για τα καλά. Και μείς στη γωνιά μας, οι μοναδικοί παρίες από το
Ελληνογκρίς, ρουφάγαμε τον καφεδάκο μας, κάνοντας προσευχές για να μην χαθούμε
μέσοπέλαγα, από ένα μοιραίο λάθος, η από ένα μοιραίο ποτό. Γιατί τα χουν αυτά οι
καπετάνιοι, και ιδίως οι αλκοολικοί. Αλλά τελικά όλα πήγαν κατ'ευχήν, και με την
θέληση ολωνών ξεχάστηκαν όλα. Από τότε έχουν περάσει χιλιάδες χρόνια, αλλά
πάρ'ολα αυτά κάθε φορά που βλέπω καραβάκι εδώ στο Νησί, μου ρχέται στο μυαλό
αυτή η ζαβή ιστορία, κι όσο κι να με θλίβει λίγο στην άκρη της, στο βάθος της βαθιά
με κάνει να χαμογελώ.