Ένα από τα χειρότερα πράγματα που μπορεί να μου κάνει κάποιος ώστε να τον αντιπαθήσω ,από την πρώτη κιόλας στιγμή, είναι να μου δείξει τις φωτογραφίες του. Οι φωτογραφίες. Ο επιούσιος της μνήμης. Συχνά δε και ο πολιούχος. Χάρις σ`αυτές το ρήμα θυμάμαι θριαμβεύει. Και δίπλα στο θυμάμαι μπαίνει και ένα θρασύτατο επιμένω. Επιμένω να θυμάμαι.
Η φωτογραφία αυτό σου υπενθυμίζει: Επιμένω να σε θυμάμαι. Πόσα θυμάμαι έχω διαγράψει ούτε και γω ξέρω. Ξέρω όμως πως έχω διαγράψει πολλούς ανθρώπους που αυτό το "θυμάμαι" τους έγινε σημαία. Και σημασία. Σαν τον Αλέξανδρο που είδα τις προάλλες στο δρόμο.Παλιά σημασία αδιάφορη. Γερασμένος πριν της ώρας του. Κακομοίρης. Παλιός γνωστός -άγνωστος. Με προσκαλεί στο σπίτι του για καφέ. Θέλει να μου δείξει τις φωτογραφίες του. Όχι ,δεν έχει κοινωνική δικτύωση ,είναι λάτρης της ζελατίνης. Να πάω λοιπόν .Αφού δεν τις βλέπει κανείς να γίνω εγώ η σταχτοπούτα του καημού του.Δηλώνω συγκατάθεση ασμένως. Μπορώ να το κάνω. Μπορώ.Δεν θέλω, άλλα μπορώ. Είμαι άλλωστε ένθερμος υποστηριχτής των ερειπίων αυτών των "μπορώ". Πόσα "μπορώ" έχω σηκώσει χωρίς να λυγίσω, χωρίς να πω μια λέξη ,κανείς δεν το μάθε ποτέ. Αλλά κάπου θα υπάρχει καμιά ξέμπαρκη φωτογραφία για να μου το υπενθυμίζει. Κάποιο αχ θα με σημαδεύει μέσα από το χαρτί.
αλλά για την ώρα με τάζω στο κενό.
15 τουλάχιστον άλμπουμ με περιμένουν για θέαση. Έχω μπόλικο χρόνο για χάσιμο. Πάρτον φτωχέ μου Αλέξανδρε και κάντον ναργιλέ να καπνίζεις τις κρύες νύχτες που σε περιμένουν. Δεν βαριέσαι. Έχουμε χάσει τόσα και τόσα , άμα χάσουμε και δυο ώρες από την ζωή μας δεν πρόκειται να χαμηλώσει η στάθμη του ονείρου.
Το θέμα είναι να χεις όνειρο και να το υπερασπίζεσαι. Βέβαια πρέπει και να το θυμάσαι γιατί κοιμώμενος ,καμιά φορά ξεχνάς να συναντηθείς μ`αυτό που υπήρξες. Ξυπνάς και αρχίζεις να ψάχνεις τα σαγόνια του ονείρου: είδα αίμα ,άραγε στις αιματοχυσίες φιλιών θα βγω νικητής?
Και κάπου εκεί βγάζει τις δονταρες της η ζωή και αρχίζει τα πανηγύρια: δεκτό το αίτημα για όνειρο, άλλα παραμείνετε στην γραμμή σας . Ένας υπεύθυνος θα μιλήσει σύντομα μαζί σας. Τ`ακούς εσύ αυτό και απομακρύνεσαι για άλλο καταυλισμό ονείρων. Τι νόμισες. Επειδή ονειρεύτηκες νόμισες πως θα ταξιδέψεις.
Αλλά ταξιδεύεις, να σ`αυτό το καναπέ, σ`αυτόν τον καναπέ αυτού του εξαιρετικά αδιάφορου ανθρώπου που ζει παραμάσχαλα με ότι τον προσπέρασε . Κοιτάζεις και δεν απορείς: Δικαίως έχει αφανιστεί και από την μνήμη και από το χρόνο. "ποιος ζει όμως ρημάζοντας τον χρόνο". Φαντάζομαι πως όχι μόνο ο Αλέξανδρος,που εδώ που τα λέμε ,δεν είναι τόσο κακός όσο φαντάζει. Απλά στα δικά μου μάτια δείχνει τόσο μικροσκοπικός,τόσο λίγος. Αλλά το ταξίδι της ζελατίνης συνεχίζεται και θέλοντας και μη , μπαίνεις και συ στο ίδιο νοσοκομείο που κουράρει τον χρόνο: Η μνήμη.
και επιστρέφεις στο σπίτι σου κι αρχίζεις να σκαλίζεις πάνω της αναφιλητά.
Κοιτάς και δεν απορείς,κοιτάς και προσθετεις:δόντια,φιλιά, αισθήματα,μαλλιά.Τίποτα δεν μοιάζει όπως πριν,κι όλα μοιάζουνε καινούργια. Να εδώ,είμαι σε παρέλαση. Ωραίος μοιάζω. Ξανθούλης ,χλωμος,μια ακαταστασία στο βλέμμα,κατά τα άλλα είμαι μια χαρά. Έχω δοθεί για υιοθεσία στη θλίψη. Από πάνω η μάνα. Καμαρώνει στα κρυφά. Πόσο της μοιάζω. Σαστίζω από τόση ομοιότητα. Ετών 8 παρακαλώ.
Το παιδί της φωτογραφίας με συγκινεί, δεν είμαι εγώ,θα μπορούσα όμως να μουν. Έχω και γω μια ίδια σε πιο μεγάλη ηλικία. Μοιάζω να βγαίνω από το μπαούλο της ηλικίας μου. Κανείς δεν ανησυχεί. Μπορώ να τρέξω άφοβα σε όλο το μήκος της απελπισίας μου. Στο τέλος θα κερδίσω ,το ξέρω.Στο σπίτι κανείς δεν θα ρωτήσει αν κρύφτηκα η χάθηκα. Αρα ας μεγαλώσω με σύνεση.
Μεγαλώνω που λες και φτάνω 20 χωρίς σύνεση ,άλλα πριν φτάσω ,δοκιμάζω να δαμάσω τα κύματα του κόσμου. Τραβάω χιλιάδες φωτογραφίες για να το διαπιστώσω αν με αντέχουν ,αλλά το αρνητικό με προδίνει. Πρέπει να αλλάξω μηχανή,ίσως και κόσμο ,αυτός παραείναι στενός για τα μέτρα μου. Μια φωτογραφία τράβα με λίγο πριν πνιγώ: Ελα χρόνε μην φοβάσαι. Σου ποζάρω ως άτρωτος. . Εγώ και η φίλη μου , ισόβια δική μου. Κάνε κλικ να μας θαυμάσεις. Έτσι μπράβο. Σαν να ήταν χτες μοιάζει αυτή η φωτογραφία. Σαν να ήταν τώρα αυτό το πριν. Που πια διαρκεί. Που πια δραπέτευσε σε άλλη φωτογραφία,σε άλλο τοκετό όνειρου. Εμείς γεννησαμε. Εμείς μεγαλώσαμε. Και πια σε ξένες φωτογραφίες ανταμώνουμε.
Παρακάτω με συναντώ ερωτευμένο: Που να σαι τώρα δεν ρωτάω. Αν είχα φύγει τότε ίσως να είχα συντρίψει όλες τις βεβαιότητες της λύπης.Γιατί η λύπη εκτός το ότι σε ισοπεδώνει, σου συντρίβει κι όλες σου τις αυταπάτες. Για λίγο. Γιατί μετά ξαναμπαίνεις στην κουφάλα του μύθου κι αρχίζεις να αναρωτιέσαι : Μ`αγαπούσε έστω λίγο? Κοιτάζεις τώρα την φωτογραφία και δεν απορείς: Ναι μ`αγαπούσε. Δεν αστοχεί τόσο εύκολα το βλέμμα. Άλλα τα δάκρυα αν έγραφαν ποτέ την αυτοβιογραφία τους θα είχαν πολλά να πουν για αυτό το φονικό. Δεν έγινε. Δεν θέλησες .Και τώρα μοιάζει αργά.,
Τώρα γράφουν μοναχά δυο λέξεις:ποτέ πια. Τόσο οριστικές που ούτε ο θάνατος μαζί του δεν τις παίρνει. Αλλά να που τις παίρνει ,όπως παίρνει μαζί του όλα τα αδέσποτα αισθήματα του έρωτα. Σαν το σκυλί που τρίβεται επάνω μου πριν ξεκλειδώσω. Εσύ το λες αντάμωση,εγώ το λέω ανταπόδοση.
Αλλά ας κατέβω λίγο την σκάλα πριν φύγω: Εγώ και συ σε διακοπές. Χαμογελάμε ευχαριστημένοι. Αυτό το ηλιοβασίλεμα που χαζευουμε είναι το μικρό χατήρι της καρδιάς μου. Το παίζω για σένα. Χάσω -κερδίσω ,ούτε που με νοιάζει. Φτάνει που το βλέπουμε μαζί. Φτάνει που μπορούμε και το αντέχουμε.
Η ηλικία τούτης εδώ της φωτογραφίας μου φαίνεται πως έβγαλε ρίζες μέσα μου. Και εκεί ευγνώμων αιώνια θα μείνει.