Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Κάτι γάτες που τραβάν πιστόλια.

Παρατηρώ τον Βενιζέλο  καθώς μιλάει. Με κλειστό τον ήχο φυσικά. Δεν μπαίνω καν στην
διαδικασία του τι και πως. Ξέρω πως ότι πει  θα με εξαγριώσει. Παρατηρώ τα χείλη του,
το βλέμμα του. Αναρωτιέμαι αν υπήρξε ποτέ του παιδί και κάτω από ποιες ανεξιχνίαστες
συνθήκες τον βρήκε  αυτό το κακό , να σέρνεται κάτω και πάνω μ` αυτό το γουρλωμένο
βλέμμα. Το πιο πιθανό είναι να μην υπήρξε ποτέ του παιδί και να εγκαταστάθηκε κατευθείαν
σ`αυτή την κόλαση της ενηλικίωσης.Το πλέον βέβαιο όμως είναι πως δεν γέλασε ποτέ του.

Τα χαρακτηριστικά της αγελαστίας έχουν σκαφτεί ως το τελευταίο του κύτταρο.Κι αυτό
είναι  που  τον κάνει περισσότερο αξιοθρήνητο. Σκέφτομαι πως  αν ζούσε η Πατρίτσια Χάισμιθ
θα τον έκανε σίγουρα ήρωα σε κάποια  από τα σαρωτικά της έργα. Ένας Τομ Ριπλέι
από την ανάποδη , αλλά κι από την κανονική ,με ένα μόνιμο τσεκούρι να εκτοξεύεται
κάτω από το φρικτό παρουσιαστικό του, θα σάρωνε τα πάντα στο πέρασμα του.

Αλλά και τώρα τα σαρώνει ,με έναν μποβαρισμό διάχυτο που σε σκαμπιλίζει  μόνο
με την ανάσα του. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι σαν τον Βενιζέλο. Οι άνθρωποι βέβαια
του φυράματος μου , κι όχι μόνο,τους θεωρούν εκτός από κρυόκωλους και επικίνδυνους.
Η εποχή βέβαια ευνοεί τις παρεξηγήσεις ,όσο και τα θαύματα. Που σίγουρα δεν έρχονται
ουρανοκατέβατα. Ένα θαύμα για να συντελεστεί  χρειάζεται εκτός από τον απαιτούμενο
χρόνο του , και μιας μακράς διαρκείας άσκηση  στην θλίψη. Βέβαια οι περαστικοί ακούγοντας
την λέξη θλίψη  το μυαλό τους  πηγαίνει κατευθείαν στα βεβαρημένα: σου λέει κατάθλιψη.


Η Πατρίτσια Χάισμιθ  ( που είναι και η εμμονή του μήνα)  όμως που έπαιζε την κατάθλιψη σαν
κομπολόι,  θα τους χαστούκιζε σίγουρα.Διαβάζοντας την βιογραφία της αφενός μαγεύτηκα
αφετέρου προβληματίστηκα πολύ με την μοίρα που επιφυλάσσει η ζωή  και στους πιο
ταλαντούχους.Διότι  δεν πα να είσαι  ,δεν πα να θέλεις, η ζωή σε τάζει σε άλλα.Και μάλιστα
στα σκληρά. Σ`αυτά που σε πονάνε μόνο που τα κοιτάζεις.Ποια ήταν η Πατρίτσια ?
Τι γύρευε σ`αυτήν την "κοιλάδα των δακρύων?" Φαντάζομαι ότι κι όλοι μας:αγάπη ,αναγνώριση
συντροφικότητα. Δεν βρήκε τίποτα απ`όλα αυτά ,τουλάχιστον μέχρι ωσότου να ενηλικιωθεί.
Μέχρι να σπάσουν τα δεσμά  που την έδεναν με το παράλογο περιβάλλον στο οποίο ζούσε:
Η απαιτητική μάνα κι ο  υποχωρητικός πατριός της. Τον αληθινό της πατέρα τον γνώρισε πολύ
αργότερα. Φήμες λένε πως ίσως υπήρξαν κι εραστές .Αλήθεια ,ψέματα , ποιος νοιάζεται?

Σημασία έχει πως γρήγορα πέταξε από πάνω της την έννοια "οικογένεια" και τράβηξε
τον δρόμο  για τον οποίο ήταν ταμένη: δρόμος ολισθηρός , γεμάτος πτώματα  κι ανάσες
αμοραλισμού. Ο δρόμος της γραφής ,ο σκοτεινός δρόμος του Ρίπλει και   τα παράξενα κορίτσια
τύπου  Κάρολ. Και βέβαια  δρόμος στρωμένος ,εκτός από αγκάθια , και με χιλιάδες πτώματα.
Είναι παράξενο μ`αυτή την γυναίκα : ενώ ήταν ερωτευμένη  με τις γυναίκες , τις απεχθανόταν.
Τις έβρισκε κατώτερες ,νοικοκυρούλες. Στο τέλος βέβαια κατέληξε πως όλοι οι άνθρωποι  είναι νοικοκυρούληδες και λίγοι. Κοινώς είχε ενδώσει για τα καλά στην μισανθρωπία.









Αλλά πριν υποκύψει τελικά σ`αυτήν , περιπλανήθηκε και ταλαιπωρήθηκε αρκετά στα μονοπάτια του έρωτα "Όλη μου η ζωή ήταν μια σειρά από διαδοχικά λάθη με λάθους ανθρώπους."
Η γλυκιά μου. Ακόμη και οι πιο μοναχικοί των μοναχικών ,όσο κι αν  πληρούνται πίσω
από την εικόνα τους , στο τέλος καταλήγουν  να είναι δέσμιοι  πραγμάτων τα οποία
στη βάση τους τα απεχθάνονται." Νιώθω τόσο ένοχη όταν ερωτεύομαι , που βαθιά μέσα μου
ντρέπομαι για αυτό. Πάνω από όλα όμως η δουλειά..αλλά κι ο έρωτας..χριστέ μου τι θα απογίνω?"
Η πικρή ειρωνεία των τύψεων  για όσα απαρνήθηκες επειδή σου δόθηκαν με τόση ευκολία.


Τι θα έλεγε ο Προυστ για την περίπτωση της?" Καημένη συντρόφισσα. Εγώ μόνο σε καταλαβαίνω.Οι όμοιοί αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Μόνο αυτοί δεν βαριούνται. Μόνο αυτοί καταλαβαίνουν.
Μην κοιτάς εσύ που διάλεγες τους "άλλους". Ήξερες τι έκανες. Γιατί άπαξ και σε βρει η στραβή
με τον όμοιο ,πένθος αμετάκλητο. Ενώ με τους "άλλους ξέρεις ότι θα αναρρώσεις γρήγορα.
Αλλά όπως και να  το δεις  , όταν αγαπάμε δεν εστιάζουμε ούτε στα πραγματικά χαρακτηριστικά
ούτε στις σχετικές αρετές της εμφάνισης του η του χαραχτήρα του. Αλλά δημιουργούμε μια
δική μας φανταστική εικόνα την  οποία προβάλουμε κατόπιν στο ανυποψίαστο πρόσωπο..."

Η ίδια πάντως έγραφε στο ημερολόγιο της " Μόνο όταν αγαπάμε χωρίς ανταπόκριση έχουμε
απόλυτη επίγνωση ότι είμαστε ερωτευμένοι. Είναι το μονό πράγμα που μας απομένει να σκεφτόμαστε.
Όταν ο έρωτας μας συναντά ανταπόκριση νιώθουμε μια συναισθηματική υπαναχώρηση ,κάτι σαν
φόβο ενώπιον της τελειότητας..." Η τελειότητα: η απόλυτη εμμονή της. Ουσιαστικά όμως μόνο
στα βιβλία της  την πρόσφερε. Όταν ερωτευόταν ένιωθε αδέξια. Μόνο όταν έγραφε  ένιωθε
πραγματικά ο ευ ατός της. Ίσως για αυτό , κάπου στο βάθος δεν πιστεύω  όταν γράφει σε μια από
τις αγαπημένες της "πως δεν ξέρω πια να ζήσω ούτε μια στιγμή μακρυά σου".Έλεγε φυσικά
αξιολάτρευτα ψέματα , και πάλι όμως  ήταν ο ευατός της. Θα περάσουν πολλά χρόνια  ως
που να παραδεχτεί πως "μόνο όταν είμαι μόνη μου περνάω καλά". Αλλωστε ο συγγραφέας
την αληθινή ζωή που γνωρίζει είναι μόνο τα βιβλία του. Όλα τα άλλα τον βγάζουν από
το οικοσύστημα του. Τα χρόνια που πέρασαν της λεηλάτησαν πολύ άγρια το πρόσωπο.

με αποτέλεσμα να μοιάζει  με αγρίμι ,πάρα με άνθρωπο. Έγινε σνομπ ,ακοινώνητη ,συχνά
επικριτική ,αλλά πάντα έτοιμη να  παρατήσει τα πάντα ,έστω και πρόσκαιρα ,για έναν έρωτα
όποιος κι να ταν αυτός. Αρκεί που θα την έβγαζε  από το προσωρινό τέλμα της ,στο οποίο
συχνά έφτανε λόγω αυτής της απαιτητικής ερωμένης με την οποία είχε συνάψει  ισόβια δεσμά:
η γραφή , αυτή η άγρια ιστορία  με το νευρικό της σύστημα...


Πέθανε μόνη ,τσιγγούνα , αλλά απόλυτα  συνειδητοποιημένη για όσα  της είχαν συμβεί. Είμαι
σίγουρος όμως  πως εκείνες τις τελευταίες στιγμές  κάνοντας τον τελευταίο της απολογισμό
θα σκέφτηκε  ίσως νοερά πως  "δεν τα πήγα και τόσο ασχημα" Ασφαλώς και δεν τα πήγες ασχημα.
Κάνεις δεν αμφιβάλει για αυτό. Η τελευταία της επιθυμία ήταν να αποτρεφρωθεί. Δεν της χάλασαν
το χατήρι. Οι στάχτες της κοιμούνται ησυχα σε ενα νεκροταφείο , και οι γάτες , που στην ζωή της
ήταν η μεγάλη της  απόλαυση  ,της κάνουν συχνα- πυκνά παρέα. Είναι κι αυτό μια παρηγοριά.