Κοιτάζει τη φωτογραφία που είναι πάνω στο μεγάλο τραπέζι κ σκέφτεται το πόσο
πολύ θα ήθελε να κάπνιζε ένα τσιγάρο, ένα μακρύ τσιγάρο, έτσι σαν πόζα κ σαν υποψία
να απλωθεί παντού ο καπνός, να μπει στα ρουθούνια των παπάδων αλλά κ όσο όλους
όσους παραβρίσκονται σ`αυτό την τελετή. Μνημόσυνο λέει το λένε, αλλά ποιοι το λένε
ούτε που τον νοιάζει. Κάθεται πίσω πίσω, στην οπισθοφυλακή των παλιών φίλων με
κατεβασμένο βλέμμα όχι επειδή λυπάται, αλλά επειδή βαριέται. Τόση επίδειξη θλίψης
από παρασυγγενείς κ από ξεχασμένους φίλους σκέφτεται πως είναι για πολλές κλωτσιές.
Για αυτό σου λέει το θέλει τσιγάρο. Αλλά η επιθυμία είναι πολύ σκληρή δουλειά.Γιατί
πιστεύεις άθελά σου πως κάποιος θα σε ανταμείψει για την τόση υπομονή σου. Γιατί
επίθυμησες, κ αφού επιθυμησες πρέπει να επιβραβευτείς. Ανοησίες. Από τότε που θυμάται
τον ευατο του με όλο επιθυμίες καταπιανόταν. Έλεγε, θέλω αυτό να μου κάνετε, θέλω
αυτά τα παπούτσια, η αυτό το νούμερο ζωής να μου δώσετε, κ όλοι στέκονταν προσοχή
μπροστά στο βάθρο τω επιθυμιών του. Αυτά ως παιδί, γιατί όταν μεγάλωσε κ προσπάθησε
να υιοθετήσει την ενήλικη στάση, των υποτίθεται κανονικών ανθρώπων, του κακοφάνηκε
που πια δεν μπορούσε να ζητήσει τίποτα, κ όλα αυτά τα θέλω έπρεπε να περνάνε από χημείο
κ παρατήρηση. Αλλά όσο προσεκτικός κ αν είναι κανείς πάντα θα υπάρχει ένα πλακάκι,
στο κάθε πεζοδρόμιο που περπατάς που θα σε ρίξει χάμω. Βέβαια αν είσαι τυχερός, μπορεί
απλά να σηκωθείς να σκουπιστείς κ να συνεχιστεί άκοπα η μέρα σου. Αλλά αν δεν είσαι
θα βρεθείς με νάρθηκα με γύψινα τα θέλω σου να σε περιθάλπουν.
κ όλα αυτά επειδή δεν πρόσεξες,
όλα αυτά επειδή κάποιος έσπασε το πλακάκι πάνω στο τρελό μεθυσι του, για να περάσεις
εσύ κ να πέσεις στο κενό του.Έτσι ακριβώς συνέβη κ με την φίλη του, αλλά από την ανάποδη:
εκείνη δεν ζήτησε απολύτως τίποτα τη ζωή της, δεν είχε καμιά απολύτως επιθυμία, για την ακρίβεια είχε παραιτηθεί από κάθε επιθυμία από κάθε θέλω κ ακροβατούσε με μεγάλη πειθώ
στο τίποτα της σχεδόν με ευγένεια, τόσο που οι άλλοι την θεωρούσαν απλώς μια ακόμη
καταθλιπτική, κ κείνη για να μην χαλάσει το χατήρι της εικόνας που είχαν οι άλλοι
για αυτήν, τους κερνούσε ατέλειωτους ύπνους σαν βυθισμένη Γενοβέφα κ αφηνόταν
να ξεγελαστεί από όνειρα, αλλά ένα πρωί είπε δεν πάει άλλο, βαρέθηκα να ζω σαν
κομπαρσα στα πάρτι των άλλων, ας φύγω καλύτερα. Κ έτσι έγινε: σε 1 μήνα έσβησε
σαν κεράκι . Δεν πέθανε :έσβησε. Στο νοσοκομείο δεν δέχτηκε να δει κανένα. Ήθελε
να σβήσει εχέμυθα, βουβά απελπισμένα, χωρίς να μάθει κανείς τις θλιβερές λεπτομέρειες.
Ήταν η μόνη της επιθυμία, ίσως κ να ταν το μόνο πράγμα που ζήτησε πραγματικά
στη ζωή της κ ίσως για αυτό εισακούστηκε. Κ τώρα μετά από ένα χρόνο είναι
εδώ όλοι μαζεμένοι, μέσα σε μια σχετικότητα θλίψης κ κοιτάζουν την φωτογραφία
της καθώς είναι αφημένη στο τραπέζι σαν απομεινάρι πάνω σε ερείπια, κ ο φίλος
της, αυτός που ζητάει επίμονα ένα τσιγάρο για να ξεγελαστεί, γυρνάει στον διπλανό
του, στον άγνωστο διπλανό του κ του λέει δυνατά:α ρε καριόλη θάνατε, τι είπες? του
λέει, για ξαναπεστο,κ ο φίλος σαν να μην του έφτανε κ αυτουνού η διατύπωση σκύβει
μέσα στο αυτί του κ σχεδόν κ του ουρλιάζει το διαπραγματευόμενο συμπέρασμα του:
α ρε σκατόπουστα θάνατε, γαμιέσαι.Κ εκείνος γυρνάει σχεδόν με θηλυκότητα
κ του απαντάει φυσικά:για φαντάσου: κ γω το ιδιο σκεφτόμουν.
πολύ θα ήθελε να κάπνιζε ένα τσιγάρο, ένα μακρύ τσιγάρο, έτσι σαν πόζα κ σαν υποψία
να απλωθεί παντού ο καπνός, να μπει στα ρουθούνια των παπάδων αλλά κ όσο όλους
όσους παραβρίσκονται σ`αυτό την τελετή. Μνημόσυνο λέει το λένε, αλλά ποιοι το λένε
ούτε που τον νοιάζει. Κάθεται πίσω πίσω, στην οπισθοφυλακή των παλιών φίλων με
κατεβασμένο βλέμμα όχι επειδή λυπάται, αλλά επειδή βαριέται. Τόση επίδειξη θλίψης
από παρασυγγενείς κ από ξεχασμένους φίλους σκέφτεται πως είναι για πολλές κλωτσιές.
Για αυτό σου λέει το θέλει τσιγάρο. Αλλά η επιθυμία είναι πολύ σκληρή δουλειά.Γιατί
πιστεύεις άθελά σου πως κάποιος θα σε ανταμείψει για την τόση υπομονή σου. Γιατί
επίθυμησες, κ αφού επιθυμησες πρέπει να επιβραβευτείς. Ανοησίες. Από τότε που θυμάται
τον ευατο του με όλο επιθυμίες καταπιανόταν. Έλεγε, θέλω αυτό να μου κάνετε, θέλω
αυτά τα παπούτσια, η αυτό το νούμερο ζωής να μου δώσετε, κ όλοι στέκονταν προσοχή
μπροστά στο βάθρο τω επιθυμιών του. Αυτά ως παιδί, γιατί όταν μεγάλωσε κ προσπάθησε
να υιοθετήσει την ενήλικη στάση, των υποτίθεται κανονικών ανθρώπων, του κακοφάνηκε
που πια δεν μπορούσε να ζητήσει τίποτα, κ όλα αυτά τα θέλω έπρεπε να περνάνε από χημείο
κ παρατήρηση. Αλλά όσο προσεκτικός κ αν είναι κανείς πάντα θα υπάρχει ένα πλακάκι,
στο κάθε πεζοδρόμιο που περπατάς που θα σε ρίξει χάμω. Βέβαια αν είσαι τυχερός, μπορεί
απλά να σηκωθείς να σκουπιστείς κ να συνεχιστεί άκοπα η μέρα σου. Αλλά αν δεν είσαι
θα βρεθείς με νάρθηκα με γύψινα τα θέλω σου να σε περιθάλπουν.
κ όλα αυτά επειδή δεν πρόσεξες,
όλα αυτά επειδή κάποιος έσπασε το πλακάκι πάνω στο τρελό μεθυσι του, για να περάσεις
εσύ κ να πέσεις στο κενό του.Έτσι ακριβώς συνέβη κ με την φίλη του, αλλά από την ανάποδη:
εκείνη δεν ζήτησε απολύτως τίποτα τη ζωή της, δεν είχε καμιά απολύτως επιθυμία, για την ακρίβεια είχε παραιτηθεί από κάθε επιθυμία από κάθε θέλω κ ακροβατούσε με μεγάλη πειθώ
στο τίποτα της σχεδόν με ευγένεια, τόσο που οι άλλοι την θεωρούσαν απλώς μια ακόμη
καταθλιπτική, κ κείνη για να μην χαλάσει το χατήρι της εικόνας που είχαν οι άλλοι
για αυτήν, τους κερνούσε ατέλειωτους ύπνους σαν βυθισμένη Γενοβέφα κ αφηνόταν
να ξεγελαστεί από όνειρα, αλλά ένα πρωί είπε δεν πάει άλλο, βαρέθηκα να ζω σαν
κομπαρσα στα πάρτι των άλλων, ας φύγω καλύτερα. Κ έτσι έγινε: σε 1 μήνα έσβησε
σαν κεράκι . Δεν πέθανε :έσβησε. Στο νοσοκομείο δεν δέχτηκε να δει κανένα. Ήθελε
να σβήσει εχέμυθα, βουβά απελπισμένα, χωρίς να μάθει κανείς τις θλιβερές λεπτομέρειες.
Ήταν η μόνη της επιθυμία, ίσως κ να ταν το μόνο πράγμα που ζήτησε πραγματικά
στη ζωή της κ ίσως για αυτό εισακούστηκε. Κ τώρα μετά από ένα χρόνο είναι
εδώ όλοι μαζεμένοι, μέσα σε μια σχετικότητα θλίψης κ κοιτάζουν την φωτογραφία
της καθώς είναι αφημένη στο τραπέζι σαν απομεινάρι πάνω σε ερείπια, κ ο φίλος
της, αυτός που ζητάει επίμονα ένα τσιγάρο για να ξεγελαστεί, γυρνάει στον διπλανό
του, στον άγνωστο διπλανό του κ του λέει δυνατά:α ρε καριόλη θάνατε, τι είπες? του
λέει, για ξαναπεστο,κ ο φίλος σαν να μην του έφτανε κ αυτουνού η διατύπωση σκύβει
μέσα στο αυτί του κ σχεδόν κ του ουρλιάζει το διαπραγματευόμενο συμπέρασμα του:
α ρε σκατόπουστα θάνατε, γαμιέσαι.Κ εκείνος γυρνάει σχεδόν με θηλυκότητα
κ του απαντάει φυσικά:για φαντάσου: κ γω το ιδιο σκεφτόμουν.