Δεν είχε ζωή. Τον λέγανε Home Entertainment. Όνομα, επίθετο, καταγωγή.
Στις συχνές ερωτήσεις μου για το αν πρόκειται για ψευδώνυμο η για παρεξήγηση
έπαιρνα πάντα την ίδια στερεοτυπική απάντηση:δεν σας ενδιαφέρει, να κοιτάτε
την δουλειά σας. Κοιτούσα και γω την δουλειά μου, αν και αγνοούσα ποια ήταν.
Τα απογεύματα μου ήταν πάντα κλεισμένα για χάρη του. 5 με 7 έπρεπε να παίρνω
στασίδι στον καναπέ του. "Μιλήστε μου, πες τε μου πως ήταν η μέρα σας, εγώ
το ξέρετε πολύ καλά δεν έχω ζωή". Μιλούσα και γω κι έλεγα ότι μου κατέβαινε.
"Σήμερα χαστούκισα μια γριά" η ¨σήμερα έσπρωξα έναν άνθρωπο στο τραίνο
μια πλάτη είδα και την έσπρωξα, ελπίζω να μην πέθανε." βέβαια δεν γινόμουν
ποτέ απολύτως πειστικός. "Takis, βλέπετε πολλές ταινίες, η φαντασία σας οργιάζει"
Η αλήθεια είναι ότι οργίαζε, αλλά τι σημασία είχε? Μπροστά στον κλειστό
τάφο που είχα μπροστά μου, αντι για άνθρωπο, έπρεπε να επιστρατεύω κάθε
είδους παλαβομάρα για να τον κάνω έστω και λίγο να χαμογελάσει. Αμετανόητος
όμως αυτός, μονήρης. "Να το ξέρετε, μια μέρα θα τιμωρειθειτε για όσα ψέματα μου
αραδιάζετε."Οι απειλές του, η αλήθεια είναι ότι με βάζαν σε σκέψεις. Mε την
έμφυτη κακία που τον διέκρινε θα μπορούσε κάλλιστα να με κάνει φέτες και
να με τυλίξει σε μια σακούλα σκουπιδιών. Κι αν ? Κι αν? Κι αν τι? Τίποτα.
Αυτό που με φόβιζε πάνω από όλα ήταν η επιθυμία του για τάξη. Ήταν από
κείνους τους τύπους που όταν ήθελε να σπάσει κάτι,το γυάλιζε.Στο βάθος,
το ήξερα, αχνοφεγγιζε ο διακαής πόθος του για μακελειό.Για κομμένες αρτηρίες.
Το λευκό μου δέρμα προοριζόταν για τη γέμιση της πρωτοχρονιάτικης γαλοπούλας.
Άλλωστε το χε γράψει ο Ελύτης για μένα, κ δεν μπορούσα να το αγνοήσω: Όπου
υπάρχει τάξη, ανθρωπινό κρέας που μυρίζει. Ωραίες προοπτικές μου ανοίγονταν.
Τα προσπερνόυσα όμως όλα και κάθε μέρα, την ίδια ώρα, βρισκόμουν στον καναπέ του.
Το μόνο απογοητευτικό σε όλα αυτά ήταν ότι μου απαγόρευε να καπνίζω "μόνο
οι γύφτισσες και τα πρεζάκια καπνίζουν" έλεγε με περιφρόνηση, μα μια μέρα, δεν
άντεξα κι έβγαλα τον καπνό από την τσάντα μου κι άρχισα να στρίβω κανονικά.
Το ύφος του κατάπληκτο, γεμάτο αίμα με σημάδευε με θυμό"Είστε αισχρός"
μου έλεγε, κι εγώ του απαντούσα, "ναι, και μπορώ να γίνω ακόμη πιο αισχρός
αρκεί να το θελήσετε",παίζεις παιχνίδια Takis κ δεν μ`αρέσει καθόλου, κ σεις
προκαλείτε την μικροπρέπεια της λογικής μου κ θα μ`αναγκάσετε να μην ξαναρθω."
Κι όντως, την επόμενη μέρα δεν ξανάρθα. Αλλά την επόμενη δεν άντεξα, κ απέσυρα
όλους τους δισταγμούς μου κ την χτύπησα ξανά την πόρτα, γνωρίζοντας πολύ καλά
πως το θύμα έχει περισσότερο ανάγκη τον βασανιστή του, από τι ο βασανιστής το θύμα,
κάτι που το ξέραμε πολύ καλά κ οι 2 μας κ το εφαρμόζαμε στην πράξη τέλεια.Εκείνη
λοιπόν την μέρα αποφάσισα να τραβήξω τα πράγματα στα άκρα, κ ζήτησα από τον
βασανιστή μου η από το θύμα μου, το ίδιο κάνει, να μου μαγειρέψει. "Μα εγώ δεν
ξέρω να μαγειρεύω" ήταν απάντηση του, " ε τότε να παραγγείλουμε". Σούσι, χαβιάρι
σος από δαμάσκηνα, ότι σκατά κυκλοφορεί, ότι πιο ακριβό το θέλω. Άλλωστε λεφτά
έχετε.Εμπρός λοιπόν, μην καθυστερείτε.Το έργο πρέπει να παιχτεί με σπίντατη πολυτέλεια,
ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο."Μα ποιο έργο, τι λέτε" ψέλλισε σχεδόν με ικεσία,
κ σαν απάντηση έβγαλα τα παπούτσια κ τα ακούμπησα στο ακριβό του τραπεζάκι.
Τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν πριν από μας καημενούλη, σκέφτηκα να του πω,
αλλά σαν απάντηση, τράβηξα από την τσάντα μου το θανάσιμο όπλο που κουβαλούσα
από μέρες κ του το έχωσα μπροστά στα μούτρα του.Προσκυνείστε του είπα. Σχεδόν
τον διέταξα.Είναι η μεγάλη σας ευκαιρία για να διαπιστώσετε αν είστε αληθινό
τέρας, ελάτε, μην φοβάστε. Αγγίξτε το. Σαν τους δαιμονισμένους θα καταλάβουμε
αν η ζημιά μέσα σας είναι περιστασιακή, η δεν χωράει καμιά επιδιόρθωση. Με τις
πρώτες σκηνές θα το καταλάβουμε, μην ανησυχείτε, ελάτε, δείτε το σαν ένα καλό
εξορκισμό για όσα δεν έχετε ζήσει και που πολύ φοβάμαι δεν θα ζήσετε, ελάτε
ετοιμαστείτε. Πήρε λοιπόν στα χέρια του το θανάσιμο όπλο κ άρχισε να το
περιεργάζεται με απορία." Τι πρέπει να κάνω " ψέλλισε σχεδόν με απόγνωση
το θύμα. "Σας είπα. Φαγητό. Πρέπει να παραγγείλετε φαγητό. Πολύ φαγητό.
Δείτε σαν το τελευταίο κάλεσμα του θανατοποινίτη. Το τελευταίο γεύμα.
Μπορείς να αρνηθείς από κάποιον το τελευταίο γεύμα του?" Χωρίς να χάσει
καιρό αρπάξε το τηλέφωνο κ προχώρησε στις διαταγές μου. Σε λίγη ώρα
βρισκόμασταν σε ένα βουνό από απίθανες ποσότητες φαγητών, ικανές
να θρέψουν ολόκληρο τάγμα από πεινασμένους. Έτρωγα όπως το είχα
φανταστεί: σαν θανατοποινίτης. Εκείνος φυσικά δεν άγγιξε ούτε μια
φλοίδα από τα πανάκριβα εδέσματα του. Kαιροφυλαχτούσε, την ήξερα
καλά την ράτσα του: σαν τον κυνηγό που πίστευε πως μόλις θα κοιμηθεί
το θήραμα του θα το γραπώσει στον πρώτο ύπνο. Καημενε φουκαρά
κυνηγε. Πέρασες μέσα από την βροχή με το αδιάβροχο, κ επειδή δεν
βράχηκες νόμιζες ότι δεν εβρεξε. Τώρα θα σου δείξω εγώ κ αληθινή
ζωή κ από όλα, μα πάνω από όλα αληθινή απόγνωση. Για να σε δω.
Αντέχεις? Άντε λοιπόν τι κάθεσαι? Βάλε την παράσταση να παίζει.
Τι με κοιτάς? Σου δείχνω την αληθινή ζωή κ συ απλώς με κοιτάς?
Τι είναι αληθινή ζωή? Τακέσι Κιτάνο ρε αλήτη. Κούκλες ρε. Να,
κοίτα τον ευατό σου, κοίτα πως αληθινά θα ήσουν, αν δεν ήσουν
το τέρας που έχεις μεταμορφωθεί. Κοίτα πως περπατάνε αλυσοδεμένοι
οι έρωτες. Χιλιόμετρα ολόκληρα κάνουν για να βρουν αυτό που
πίστευαν πως είχαν, κ όταν το βρίσκουν δεν ξέρουν με τι μάτια
να δουν, καμιά φορά βέβαια τα βγάζουν κ από μόνοι τους, να,
σαν τον ήρωά μας, που πάει να συναντήσει την τυφλή πλέον
τραγουδίστρια κ είδωλο του, όντας κ αυτός πια τυφλός, γιατί
πως αλλιώς θα είχε νόημα η συνάντηση αν ένας από τους δυο
έβλεπε, αλλά τι σου λέω, χαμπάρι δεν παίρνεις εσύ από αυτά,
χ α μ π α ρ ι ,κ τσάμπα ο κόπος δηλαδή, κ αν είναι έτσι να
κοιμηθώ για πάντα σ`αυτόν τον καναπέ η μέχρι το πρωί, το
ίδιο κάνει, κ όταν ξυπνήσω θα θελα να έχετε γίνει άνθρωπος κανονικός
κ θα μου πείτε, πως είχατε δίκιο τελικά, έτσι είναι οι έρωτες,
αλλά πονάει γαμώτο, για αυτό ζούσα χρόνια μόνος μου, για αυτό,
αλλά τώρα είναι αργά πολύ για να μ`αλλάξω, κ καλύτερα μερικά
πράγματα να μένουν στο πανί κ στα βιβλία για να μην μπαίνουμε
στο πειρασμό να διαλυθούμε, κ κάπως έτσι θα τον συγχωρούσα,
για όσα χρόνια είχε μέσα του φυλάξει, άχρηστα χρόνια, μόνο κ μόνο
επειδή δεν είχε το θάρρος να τα ζήσει, αλλά τώρα θυμάμαι πως είμαι
σκεπασμένος με μια κουβέρτα, δεν ξέρω κ γω γιατί, σ`ένα κρύο
καναπέ, αντι να πάω σπίτι μου, κ περιμένω να ξημερώσει για να
πιω καφέ με έναν άγνωστο άνθρωπο κ ξένο.Γιατί το κάνω αυτό?
Ούτε που ξέρω. Μάλλον επειδή το έργο έπρεπε σ`αυτό το χρόνο
να παιχτεί, με την σωστή απογοήτευση.Φυσικά, θα ήταν ένας
καφές αποχαιρετιστήριος κ αμίλητος,σαν τα ξένα μνημόσυνα
που πηγαίνεις ακάλεστος κ αρχίζεις να πονάς αόριστα κ αρχίζεις
τα συλλυπητήρια στους ξένους συγγενείς για έναν νεκρό που
δεν θα συναντήσεις ούτε στον ύπνο σου.Έτσι ακριβώς έγινε
Είπαμε αυτό τον καφέ κ αποχαιρετιστηκαμε.Το μάθημα τελείωσε.
Πάνε 8 χρόνια σιωπής από τότε, κ εντωμεταξή ο Τακέσι Κιτάνο
δεν ξανάκανε, όσο κ αν το προσπάθησε, τέτοιο αριστούργημα.