Τον λένε Δημήτρη. Δουλεύει κάθε μέρα στους δρόμους πουλώντας κάρτες, χειροποίητες
κάρτες, κάρτες που τις φτιάχνει με κόπο κ μεράκι. Τον συναντώ μετά από χιλιάδες χρόνια
αδιαπραγμάτευτης λήθης.Μπορεί όμως να μην είναι λήθη, μπορεί απλώς η εικόνα του να έχει
καταχωρηθεί μέσα μου σαν ένα είδος ανάμνησης που έχεις από έναν αγαπημένο άνθρωπο
όταν τον σκέφτεσαι σαν φωτογραφία. Λίγο θολή, αλλά στέκεται ως πόζα. Ξεθωριασμένη μεν,
αλλά πόζα. Με αγκαλιάζει με θέρμη, αλλά μου χαμογελάει με δισταγμό. Φοβάται μήπως
τον κακολογήσω για την χαλασμένη θέα των πάλαι ποτέ ωραίων του δοντιών.Ούτε
ένα δόντι ο Δημήτρης. Τα χασε λέει στο πόλεμο με την αρρώστια. Ποια αρρώστια
Δημήτρη, τολμάω να ρωτήσω, να, μου λέει, λίγο aids, λίγο καρκίνος, κάτι αυτοκτονίες
κ σμπαράλιασα. Δείχνει να μην το πιστεύει. Το κάνει σίγουρα για να με δοκιμάσει η
για να τεστάρει τις αντοχές μου. Ίσως πάλι, το κάνει γιατί πλήττει απ`τη ζωή, ίσως γιατί
δεν ξέρει πραγματικά τι σημαίνει θάνατος η ανανέωση επιθυμίας. Δεν λέω τίποτα, κάνω
πως δεν άκουσα η δεν κατάλαβα κ προαποφασίζομαι ραντεβού:πρέπει να φύγω, δουλειές,
θηλιές, μαλάματα, κ βέβαια θα τα ξαναπούμε, ασφαλώς κ έχω τηλέφωνο σου, μα τι λες
τώρα, κ βέβαια κ δεν φοβάμαι να σε φιλήσω, ξέρω να κλωσάω πολύ καλά τις αναμνήσεις
μου, κ αυτό ήταν, κατεβαίνω ελαφρύτερος σαν από το βαγόνι απολεσθέντων στιγμών.
Στο δρόμο για το πουθενά κελαηδούσε μια φράση, μέσα μου μια φράση που δεν ξέρω
που την διάβασα,αλλά την επαναλαμβάνω τον τελευταίο καιρό συνεχώς μέσα μου, σαν
ένα είδος άσκησης, κάτι σαν αλεξικέραυνο κακών στιγμών κ τρυφερών λυγμών, σαν
ένα φύσημα τριγύρω απ` την καρδιά, σαν ένα χάδι που ήθελες από καιρό να δώσεις
κ που ποτέ σου δεν τολμoύσες.
"Θεωρητικά υπάρχει μια τέλεια δυνατότητα ευτυχίας:να πιστεύει κανείς
στο μη καταστρέψιμο μέσα του κ να μην τείνει σ`αυτό" Έχω την εντύπωση πως αν
την άκουγε αυτή την φράση ο Δημήτρης θα χαμογέλαγε πλατιά. Κι ας απλωνόταν
σε όλη την Πλατεία Συντάγματος αυτό το χαλασμένο κενό που μας χωρίζει.
κάρτες, κάρτες που τις φτιάχνει με κόπο κ μεράκι. Τον συναντώ μετά από χιλιάδες χρόνια
αδιαπραγμάτευτης λήθης.Μπορεί όμως να μην είναι λήθη, μπορεί απλώς η εικόνα του να έχει
καταχωρηθεί μέσα μου σαν ένα είδος ανάμνησης που έχεις από έναν αγαπημένο άνθρωπο
όταν τον σκέφτεσαι σαν φωτογραφία. Λίγο θολή, αλλά στέκεται ως πόζα. Ξεθωριασμένη μεν,
αλλά πόζα. Με αγκαλιάζει με θέρμη, αλλά μου χαμογελάει με δισταγμό. Φοβάται μήπως
τον κακολογήσω για την χαλασμένη θέα των πάλαι ποτέ ωραίων του δοντιών.Ούτε
ένα δόντι ο Δημήτρης. Τα χασε λέει στο πόλεμο με την αρρώστια. Ποια αρρώστια
Δημήτρη, τολμάω να ρωτήσω, να, μου λέει, λίγο aids, λίγο καρκίνος, κάτι αυτοκτονίες
κ σμπαράλιασα. Δείχνει να μην το πιστεύει. Το κάνει σίγουρα για να με δοκιμάσει η
για να τεστάρει τις αντοχές μου. Ίσως πάλι, το κάνει γιατί πλήττει απ`τη ζωή, ίσως γιατί
δεν ξέρει πραγματικά τι σημαίνει θάνατος η ανανέωση επιθυμίας. Δεν λέω τίποτα, κάνω
πως δεν άκουσα η δεν κατάλαβα κ προαποφασίζομαι ραντεβού:πρέπει να φύγω, δουλειές,
θηλιές, μαλάματα, κ βέβαια θα τα ξαναπούμε, ασφαλώς κ έχω τηλέφωνο σου, μα τι λες
τώρα, κ βέβαια κ δεν φοβάμαι να σε φιλήσω, ξέρω να κλωσάω πολύ καλά τις αναμνήσεις
μου, κ αυτό ήταν, κατεβαίνω ελαφρύτερος σαν από το βαγόνι απολεσθέντων στιγμών.
Στο δρόμο για το πουθενά κελαηδούσε μια φράση, μέσα μου μια φράση που δεν ξέρω
που την διάβασα,αλλά την επαναλαμβάνω τον τελευταίο καιρό συνεχώς μέσα μου, σαν
ένα είδος άσκησης, κάτι σαν αλεξικέραυνο κακών στιγμών κ τρυφερών λυγμών, σαν
ένα φύσημα τριγύρω απ` την καρδιά, σαν ένα χάδι που ήθελες από καιρό να δώσεις
κ που ποτέ σου δεν τολμoύσες.
"Θεωρητικά υπάρχει μια τέλεια δυνατότητα ευτυχίας:να πιστεύει κανείς
στο μη καταστρέψιμο μέσα του κ να μην τείνει σ`αυτό" Έχω την εντύπωση πως αν
την άκουγε αυτή την φράση ο Δημήτρης θα χαμογέλαγε πλατιά. Κι ας απλωνόταν
σε όλη την Πλατεία Συντάγματος αυτό το χαλασμένο κενό που μας χωρίζει.