Η Σοφία βέβαια η ιδιοκτήτρια του δεν είναι, και πως θα μπορούσε να είναι. Παλιά
την φώναζα Ελπίδα, γιατί μου θύμιζε την τραγουδίστρια. Τώρα μου θυμίζει έναν
πίνακα, έναν ωραίο πίνακα, που όμως μοιάζει σαν να του πετάξαν πάνω του, αυγά, μελάνια,
ντοματοχυμούς και κει να τον ξεχάσαν. Αν ήταν έργο τέχνης ίσως και να τον θαύμαζες
για την αφαιρετικότητα του. Εντάξει, γερνάμε. Αν ζούσε η μάνα μου ίσως και να έμοιαζε
στη Σοφία μας. Θα ήταν ας πούμε γύρω στα 73. Τόσο είναι και η Σοφία? Τόσο.
Γερνάμε και μαζί με μας και τα μαλλιά μας. Παλιά ήμουν κατάξανθος, τώρα
στο πλάι αχνοφεγγουν μικρές άσπρες τρίχες. Για αυτό μου μιλάει στον πληθυντικό
η κόρη της μανάβισσας. Με σέβεται. Γιατί μου μιλάς έτσι της λέω, πετάγεται τότε
η μάνα της και λέει, ε σε προδίνουν τα πλαϊνά, δεν το καταλαβαίνεις? Το καταλαβαίνω.
Γιαυτό πηγαίνω στο σπίτι και κοιτάζομαι: όντως έχουν ξεσαλώσει τα πλαϊνά. Μάλλον
πρέπει να αυξήσω την δόση του τζελ. Έχω ακούσει για ένα προϊόν που γυαλίζει
τα μαλλιά, ενώ ταυόχρονα κρύβει και τις λευκές τρίχες. Η Σοφία μας δεν πρέπει
να το χει. Σκοπεύω να κουρευτώ εκεί, που τι σκοπεύω, είμαι εκεί, περιμένοντας
στο σομόν καναπέ, ξεφιλλιζοντας περιοδικά ωσότου έρθει η σειρά μου.
Είχα διαβάσει παλιά πως τις καλύτερες αποφάσεις τις παίρνεις στο φτερό, αλλά
σ`αυτή την περίπτωση δεν βλέπω να με καλύπτει. Ατάκες σου λέει μετά. Κοροϊδεύουν
το κόσμο για να μπαίνει μέσα σε ξεχασμένα κομμωτήρια και να καταρακώνεται.
Το θέμα είναι να μην ξεγελαστείς, γιατί άμα συμβεί, μπορεί να βρεθείς με κομμένο
λαιμό η με κομμένο αυτί, εξαρτάται σε τι χέρια κομμωτή θα πέσεις. Ρώτα κι έμενα
που κάποτε βρέθηκα κυριολεκτικά-ευτυχώς-μόνο χωρίς μαλλιά. Δεν ήταν μόνο
βλέπεις χαλασμένα τα κέφια του κομμωτή, ήταν και τα μάτια. Λίγο Τάσο μου,
λίγο, ξέρεις γύρω-γύρω, ναι μου λέει, ξέρω. Που αν είχα ξεραθεί πάνω σε μια γλάστρα
καλύτερα θα έδειχνα. Το Ναγκασάκι μπροστά μου, μια όαση δροσιάς. Μιλάμε γενικά
για τρίχες, που έτσι κι αλλιώς βγήκαν από την αρχή. Στους νεκρούς λέει συνεχίζεται
το έργο και μετά το πέρας του βίου. Εκεί δεν έχει προσεχώς., εκεί έχει επιτόπου,μαλλιά,
νύχια, βλέφαρα ανθοφορούν αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Μέχρι να εξαντληθούν
τα αποθέματα και να τραβήξει ο καθένας τον σιωπηλό του δρόμο. Κουράζεται βλέπεις
το δέντρο που τα γεννάει και ψοφάει. Λογικό είναι. Τώρα εγώ όμως βρίσκομαι πάνω
στην καρέκλα του θυριοδαμαστή μου. Η Κυρά Σοφία, το νιώθω, με οσμίζεται ως
καλοψημένο γουρουνόπουλο. Μου απλώνει την πετσέτα, σφιχτά για να μην εκτοξευτώ
Σε λίγο θα με βάλει στο φούρνο με κάστανα, πριν με πετσοκόψει. Δεν πρέπει να δείξω
ότι φοβάμαι. Δεν πρέπει να με προδώσουν οι ιδρωτοποιοί αδένες μου. Όχι τώρα, ίσως μετά
αλλά όχι τώρα. Πρέπει να δεχτώ ασμένως την μοίρα μου. Με κοιτάζει γλυκά μέσα από τον
καθρέφτη και ευτυχώς, για μένα δεν με αναγνωρίζει. Είναι μειλίχια και ευγενική. Με ρωτάει
τι θα κόψουμε. Α χα. Έχω και επιλογές βλέπω. Μήπως πρέπει να της πω λαιμό? Η να ζητήσω
καλύτερα την βοήθεια κοινού? Μπα. Καλύτερα να μπούμε κατευθείαν στο ψητό, δεν μπορώ
άλλωστε τις αναμονές, κάνουν πολύ θόρυβο,συν ότι δεν έχουμε και πολύ χρόνο να κάψουμε.
Αλλά μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει και με την μορφή τρίχας. Τόσες χάσαμε δηλαδή,
τι θα πειράξει άλλες λίγες.Όμως ας μπω στο ψητό γιατί βλέπω ότι μπαίνουν κι άλλοι πελάτες
στο μαγαζί και δεν θα προλάβω να σου πω ότι δεν θέλω, γιατί εμένα που με βλέπεις τώρα
στα σαράντα τόσα χρόνια μου και δεν με αναγνωρίζεις, υπήρξα παιδί, παιδί της καλύτερης
σου φίλης. Τι νομίζεις? Να κουρευτώ ήρθα? Λίγα λουλούδια ήρθα να αφήσω στα νιάτα
μου, στα δικά σας, και σ`αυτών που δεν πρόλαβαν να τα ζήσουν. Σ`αυτή την πολυθρόνα
που λες καθόταν η μάνα μου, χιλιάδες χρόνια πριν, πριν ακόμα ανακαλύψω ότι η γη είναι
στρογγυλή, κι ότι όλα με θυμίζουν. Νόμιζα βλέπεις ότι όλα όσα θα ζούσα, τα είχα ήδη ζήσει.
Μην νομίζεις:προπλήρωνα τις ποινές μου. Σαν ένα είδος deja-vu, αλλά στην πιο δυνατή
μορφή του. Στην ουσία ήταν deja-vecu, αν με νιώθεις,κι ερχόμουνα που λες και καθόμουν
σ`αυτόν τον ίδιο απαράλλαχτο καναπέ και κοιτούσα τις μιζανπλί να βγάζουν καπνούς και
την μάνα μου με ένα τσιγάρο στο στόμα να με κεντάει με το βλέμα της, κι αναρωτιόμουν
γιατί δεν καπνίζει και στο σπίτι, αλλά έτσι είναι τα σπίτια, καμινάδες χωρίς καπνό, και
τρωγόμουν με τα ρούχα μου να μην ρωτήσω το γιατί, αφού ο μπαμπάς κάπνιζε στο σπίτι,
εσυ γιατί όχι, τι ανισότητες είναι αυτές που δεν μπορούσα να τις πιάσω, και με κοιτούσε
χαμογελαστή μέσα από βάθρο της, και κάπνιζε έτσι δειλά, κι ούτε κατέβασε κάτω τον
καπνό, και κάπως έτσι μια μέρα εγινε σύννεφο και δεν ξαναμάθαμε πια τα νεα της, κι
από τότε δεν θυμάμαι τίποτα αλλο,κι ελπίζω ούτε και συ. Για το καλό του ψαλιδιού.
Ελα λοιπόν. Κοίταξε με βαθιά μέσα στο καθρέφτη, και ρώτα με γλυκά:
-Πως θα τα κάνουμε Κύριε?
-Οπως γουστάρεις κούκλα μου.