Ήταν βράδυ την ώρα που τον είδε και του κόπηκε η ανάσα, κρατούσε ένα κουτί γλυκά για μια δύσκολη ώρα, και σκέφτηκε αστραπιαία, να τη η δύσκολη ώρα, κάθομαι επί τόπου στο πεζοδρόμιο
και ξετινάζω όλη τη ζάχαρη μέσα μου. στα αρχίδια μου όλα. Να γαμηθεί ο μαλάκας. Έρχεται μετά
από 10 χρόνια μπροστά μου και μου ποζάρει σαν απρόοπτο. Ε όχι ρε φίλε, δεν θέλω. Εντάξει, μην
λέμε μαλακίες: θέλω. Αλλά δεν θέλω να το καταλάβει ότι το θέλω τόσοοο πολύ. Λίγο. Να σε δω
λίγο. Να υποκριθώ απουσία. Λίγο. Όλα στο πολύ σιωπηλό. Να μην μας καταλάβουν. Μην γίνουμε
ρεζίλι αναδρομικά. Έρχεται λοιπόν κοντά σου. Φιλιόσαστε. Εσύ απ έξω ατάραχος. από μέσα φυσικά
τρέμεις. Αν δεν είχες κόψει το τσιγάρο τόσο καιρό, θα κάπνιζες επί τόπου 2 κούτες.
Γελοίο υποκείμενο. Μετά από τόσα χρόνια ακόμη παραμιλάς, μετά από τόσα χρόνια δεν λες
να ξεχάσεις. Σου λέει πως φεύγει μετανάστης, κάπου βαθιά στο Καναδά. σκέφτεσαι Καναδά
κι ανατριχιάζεις; το μωρό μου σκέφτεσαι, θα πάει στον Καναδά να πλένει πιάτα, το δικό μου
το μωρό, που δεν είναι πια μωρό, αλλά ένας πάρα λίγο πενηντάρης, γαμώ τα μνημόνια σας
και γαμώ την φτώχεια μου, ρε, ξέρετε τι μωρό σας στέλνω; Αυτόν που βλέπετε εγώ τον είχα
αγαπήσει πολύ, δηλαδή και τώρα τον αγαπάω, μην λέμε και μαλακίες,αλλά τις μεγάλες μας
αλήθειες, πουθενά, ούτε στον ευατό μας δεν τις αποκαλύπτουμε, γιατί είμαστε αδύναμοι και
κακομαθημένοι, και γενικά όλα στα αρχίδια μας, αρκεί να υπάρχει μπόλικη καψούρα για να
μπορούμε να αντέχουμε -
Αυτό δεν αντέχεται, σκέφτεται. Τον βλέπει να κρατάει αυτή τη μεγάλη βαλίτσα και του ρχεται
να βάλει τα κλάματα, αλλά πιο πολύ του έρχεται η ωραία εικόνα, γιατί βλέπεις οι άνθρωποι δεν
σκέφτονται με ιδέες, αλλά με εικόνες, κι όσο πιο μεγάλη κι ωραία είναι μια εικόνα τόσο πιο πολύ
κοντά είσαι στο δρόμο για την υλοποίηση της. Αρκεί να γουστάρεις και να έχεις πολύ μεγάλο
απόθεμα καψούρας. Για όλα. Σκέφτεται λοιπόν να του πει, πετά την βαλίτσα, η δώστε την σε
κάποιο περαστικό, κάποιον που να χει πολύ ανάγκη. Εσύ δεν έχεις ανάγκη, η τουλάχιστον δεν θα
πρεπε να έχεις. Εσύ είχες πάντα εμένα. Μην κοιτάς που δεν το ξέρεις. Κοίτα, τώρα θα πάμε σπίτι
και συ δεν θα ρωτήσεις τίποτα. Αλλά ούτε και γω θα ρωτήσω. Δεν χρειάζεται. Θα ανάψω
το θερμοσίφωνα, θα σου φέρω καινούργια ρούχα να φορέσεις, θα είσαι όμορφος, υπομονετικός
θα είσαι όλο το από κει και πριν σου, γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι, δεν αλλάζουν, κι όπως θα κάτσεις
στο καναπέ, θα ανάψουμε την τηλεόραση, και θα αρχίσουμε να μιλάμε κανονικά σαν να μην έχει
προηγηθεί τίποτα, καμιά συντριβή, κανένας πόνος, καμιά χρονική απουσία, και κείνη τη στιγμή
θα μου το πεις; φέρε το κουτί με γλυκά που πήρες. Θέλω λιγάκι να χαθώ