δέν ηξερε ακριβώς τι ηθελε νά πεί,αλλά αυτό είχε μικρή σημασία,η μεγαλύτερη ηταν πώς επρεπε οπωσδήποτε νά πεί κάτι
μιά τόσο δά μικρούλα λέξη
Αλλά δέν εβγαινε τίποτα απ`τό στόμα τού.
Τά σκεφτόταν ολα αυτά καθώς μιλούσε με τήν-καί καλά αγάπη τής ζωής τού
μιάς αγάπης οπως θά μπορούσε να εχει ο νεροχύτης απέναντι στό λερωμένο πιάτο,ενα τελειωμένο πράγμα πού σερνώταν αιώνες κοντολογίς
ηθελε πολύ νά μιλήσει η αγάπη του,σάν παραλήρημα χωρίς ερωτα,με παραλήπτη φυσικά τόν ευατό του.Τό κάνε κάθε πρωί ,θά το κάνε καί τώρα
Ηταν από κείνους τούς
ανθρώπους πού δέν σέ ρώταγαν ποτέ τί κάνεις,πώς το κάνεις ,αν τό κάνεις
είχε εναν εγωισμό πού περίσευε,μά ο ηρώας μάς δέν είχε,είχε εναν εγωισμό ,θά τόν λεγες χαμηλοτάβανο,απαξιωμένο από ολα τά αιτήματα τού είναι τού.
Τού μιλούσε λοιπόν οπως μιλάνε σε ενα απόντα,γιά τήν μαμά τού,γιά τήν αδελφή τού,γιά τό παιδί τής αδελφής τού,γιά οτι αδιάφορο τού συνέβαινε καί πού τελειωμό δέν είχε
κι ο ηρωας μάς τόν ακουγε σιωπηλός,μα μιά υφέρπουσα οργή καραδοκούσε στά χείλη τού,αλλά φεύ,δέν ηταν ικανή νά υψώσει ανάστημα
αλλά τώρα πού τό ξανασκεφτόταν δέν ηταν τόσο θέμα ικανότητας,οσο ετοιμότητας:δέν είχε ακόμα προετοιμαστεί νά μείνει μόνος
βλέπεις ηταν από κείνους τούς ανθρώπους πού προτιμούσαν νά διαλύουν τήν ζωή τούς παρά τήν σχέση τούς
κι ηταν δυό φορές μόνος τού,καί δυό φορές δυστυχισμένος,κι ηθελε νά πεί κάτι,εναν ηχο,μία λέξη,μιά τόσο δά λυτρωτική λεξούλα γιά νά βγεί απ`αυτή τήν δύσκολη θέση τού κενού
μα τό κενό όλο καί μεγάλωνε,τό ιδιο καί τό αίτημα της λέξης πού επρεπε απεγνωσμένα νά ειπωθεί
αλλά δέν είχε τό κουράγιο νά ψαχτεί μέσα τής,αυτή η τιποτένια λέξη,η αγνωστη,πού σάν αχρηστη καρδιά εψαχνε επειγόντως γιά βηματοδότη
κι οσο περνούσαν τά ατέλειωτα λεπτά τής ακατάσχετης λογοδιάριας,τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσε πώς η-καί καλά αγάπη του δέν τού εκλεβε τόν χρόνο τού οπως ηθελε νά ΄πιστεύει,αλλά ο ιδιος εκλεβε τόν χρόνο από τόν ιδιο τού τόν ευατό γιά νά μπορεί νά τόν ξεγελάει
καί τού φάνηκε τρομαχτικά αστείο ολο αυτό,καί τόν πιάσαν τά γέλια,γέλια εκκωφαντικά πού τραντάξαν τό καβουρουρδισμένο από τήν ανοησία, αυτί τής-τελειωμένης πιά αγάπης του
μά η τελειωμένη πιά αγάπη ξαφνιάστηκε,δέν ηταν συνηθισμένη βλέπεις σέ αλλαγές καί τόν ρώτησε περίεργα:"Γιατί γελάς;Σού φαίνεται κάτι αστείο από οσα λέω?
κι ο ηρωας μάς -επιτέλους, βρίσκει νά πεί τήν λέξη πού εψαχνε απ`τό πρωί
"Εσύ..."