Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Αδιάβαστη ζωή

Αχ βρε Μίλαν. Και τι δεν θα δινα να μου μιλήσεις. Καταπρόσωπο που λένε. Να με σφίξεις

με την θηλιά του λύγμου σου και να μ`αφήσεις έρμαιο με τις θλίψεις των ιδεών σου.

Που εδώ που τα λέμε δεν φταίνε οι ιδέες που είναι θλιμμένες .Οι άνθρωποι φταίνε

που τις κουβαλούν. Και τις ιδέες και τις θλίψεις. Βέβαια οι άνθρωποι στην πραγματικότητα

δεν ξέρουν τι στα αλήθεια κουβαλούν.Κοιμούνται το ασήμαντο ,και καμώνονται πως αυτό

είναι το σημαντικό. Αλλά εσένα τι σε νοιάζει . Εσύ πέρασες το μαρτύριο της δοκιμασίας

και εγκαταστάθηκες μια και καλή στο Βασίλειο της Αθανασίας.



Από εκεί σ`ακούω νοερά να μου απευθύνεσαι.."Οι ανθρωποi αγαπητέ μου δεν είναι ποτέ αυτό που

νομίζουν πως είναι,άλλα κάτι πολύ φθηνότερο,πολύ λιγότερο ευαίσθητο και ,συνήθως, εξαιρετικά αδιάφορο. Μιλάω φυσικά για τους ανθρώπους του "κοπαδιού", τους ανθρώπους που ζουν μέσα

στο ιδίωμα της ωραιότητος,της δήθεν αγάπης ,της συγκίνησης. "Αγαπάνε" παράγοντας κιτς,γιατί

τι άλλο είναι η εύκολη, δηλώσιμη, καταγραψιμη αγάπη τους ,πάρα η προσπάθεια να αρέσουν

με κάθε τρόπο σε όσους πιστεύουν πως φτάνει να δηλώσεις πως αγαπάς για να εξυψωθείς.."


Σε ακούω σκεφτικός ,σαν υστερόγραφο ονείρου και μια ρυτίδα μέσα μου αναδευει

το πλοκάμι της .Σιγά -σιγά βγαίνει στην επιφάνεια ,κι από εκεί την ακούω να φωνάζει..

" Γιατί να μη φτάνει η αγάπη για όλα αυτά τα πρόσωπα που χρόνια λάτρεψα κι άφησα

να μου τα πάρει ο θάνατος η ο χρόνος?.." Ελα ντε. Γιατί να μην φτάνει. Σαν την ηρωίδα

και γω ,αλλά σε καλύτερη βερσιόν. Αλλά και πάλι στο ίδιο πεζοδρόμιο.Αναρωτιέμαι.


Εσύ ,ξέρω. Έχεις πάψει από καιρό. Η ζωή  σου φέρθηκε με κομψότητα. Μπράβο σου

και χαίρε. Εμένα πάλι όχι και τόσο. Αλλά τι ζωή θα ήταν αυτή που θα σε σημαιοστόλιζε.

Έτσι είναι. Αλλά και πάλι ,θα μπορούσε να ήταν αλλιώς. Θα μπορούσαν τα πράγματα

να γίνονταν αντίστροφα. Να γεννιέσαι δηλαδή γέρος ,και να πεθαίνεις ως μωρό.

Να ερχόσουν έτοιμος δηλαδή στη ζωή με στρωμένη την σοφία στα πόδια σου

και να την χάνεις ας πούμε σταδιακά. Ενώ τώρα, γεννιέσαι λευκό χαρτί, παιδεύεσαι

μαχαιρώνεσαι, ποιος μου φταίει πρόχειρα να τον κρεμάσω. Η πραγματικότητα

σε άγρια ασυμφωνία με την αντίληψη της. Βλέπεις Μίλαν , ο χαραχτήρας μας

είναι σαν παγκόσμιος χάρτης. Βλέπεις τα πάντα πάνω του. και το άσχημο είναι

πως δεν μπορείς να τα αφαιρέσεις. Ο χαραχτήρας είναι μοίρα.


Εσύ βέβαια μπορεί να πετάς βελάκια πάνω στο χάρτη γιατί πιστεύεις πως είσαι

ένας νομός με πολλές πρωτεύουσες ,αλλά ο χάρτης δεν σου κάνει την χάρη να σε συμπεριλάβει

στα ταξίδια του. Κι έτσι βλέπεις τα τραίνα, τους ανθρώπους δηλαδή, απέξω από τη ζωή σου να περνούν.Στην αρχή λυπάσαι. Όχι,όχι λύπη. Λύπη νιώθεις όταν ο άλλος είναι από κάτω σου.

Όχι λύπη. Κάτι άλλο πρέπει να βρω να με διαγνώσω. Ίσως litost ,αυτήν την αμετάφραστη

τσέχικη λέξη που δηλώνει ενα αίσθημα σαν τεντωμένη αρμόνικα. Ένα αίσθημα που είναι

σύνθεση πολλών άλλων αισθημάτων:της θλίψης του οίκτου, των τύψεων και του παράπονου.


Αυτό ένιωσα λοιπόν Δάσκαλε: Litost. Αργότερα είδα τα βαγόνια να πέφτουν ένα-ένα

μπροστά από τα μάτια μου αλλά δεν ένιωσα καμιά συγκίνηση ,κανένα ρίγος.

είχαν περάσει εντωματαξυ τα χρόνια , και η Litost είχε κάπως ατονήσει, το ίδιο

και η αγάπη . Είχαν μείνει μόνο οι άνθρωποι να κοιτάζονται απορημένοι

για όσα τους είχανε συμβεί. Για άλλη μια φορά εγώ απ`έξω από αυτούς, αλλά

αυτή την φορά "συμφιλιωμένος με τον πειραγμένο μου ευατό και όλους τους

εν υστερία συναδέλφους του."


Δεν μιλάς. Δεν λες κουβέντα. Άλλα από μέσα σου ξέρω τι σκέφτεσαι: σου φέρνω στο νου

την Ανιές , την ηρωίδα σου. Κάπως έτσι κι αυτή. Στην ίδια κατηγορία χαραχτήρων κι αυτή.

Σκέφτεσαι πως και γω μια μέρα θα μπω σε ένα ανθοπωλείο και θα αγοράσω ένα βλασταρακι

μυοσωτίδας,ένα μόνο βλασταράκι, ένα λεπτό κοτσάνι που θα  καταλήγει σε ένα μικροσκοπικό

λουλούδι, και μ`αυτό θα βγω στο δρόμο κρατώντας το μπροστά στο πρόσωπο μου

με το βλέμμα απάνω του ώσπου να μην βλέπει τίποτα άλλο , εκτός από αυτό,υστατη εικόνα

ενος κόσμου που εχω πάψει πια να αγαπάω.Σιγά -σιγά οι άνθρωποι θα με αναγνωρίζουν

και ολη η Αθήνα θα μιλάει πια για τον τρελό με την μυυοσωτίδα...


Σου φεύγω τώρα. Αρκετά σου γκρίνιαξα . Και που είσαι : Αν περάσεις απ`έξω  από τον υπνο μου
και με δεις να τρέχω,  μάλωσε με " Που πας παιδί μου, ξυπόλυτος στα περασμένα?
Θα κοπείς. Είναι γεμάτα με φιλιά σπασμένα.."

4 σχόλια:

ασωτος γιος είπε...

γιατι παντα οταν τελιωνω τις αναρτησεις σου, με κανεις και αναστεναζω βαθεια, ενα αχ βαθυ, σα να κοιταξες μεσα στο "μαυρο κουτι "μου, και με ξερεις λιγο...γιατι και γω χρονια τωρα ξυπολητος στα περασμενα,πατωντας σε φιλια σπασμενα

Ανώνυμος είπε...

litost ε??

και γιατί να μη φτάνει η αγάπη,γιατί,γιατί

γιατί

Κλυτία είπε...

Αναγνώρισα τη φωτογραφία στο περιθώριο των αγαπημένων του ασώτου και δεν μπορούσα παρά να ακολούθησω.

Υπέροχο το κείμενό σου, με λατρεμένες αναφορές σ'εκείνον.

Νομίζω πως δε θα σε μάλωνε. Θα σε ηρεμούσε και θα σε νανούριζε με το νυχτερινό τραγούδι του περιπλανώμενου του Γκαίτε :
...
Warte nur, balde
Ruhest du auch.

Τουλάχιστον εγώ κάπως έτσι ηρεμούσα...
(Συγνώμη, που εμφανίστηκα απρόσκλητη. )

Prisoned Soul είπε...

Το λάτρεψα το κείμενο....