Τρίτη 18 Δεκεμβρίου 2012

No, Let’s Not.

Τον λένε Δημήτρη. Δουλεύει κάθε μέρα στους δρόμους πουλώντας κάρτες, χειροποίητες
κάρτες, κάρτες που τις φτιάχνει με κόπο κ μεράκι. Τον συναντώ μετά από χιλιάδες χρόνια
αδιαπραγμάτευτης λήθης.Μπορεί όμως να μην είναι  λήθη, μπορεί απλώς η εικόνα του να έχει
καταχωρηθεί  μέσα μου σαν ένα είδος ανάμνησης  που έχεις από έναν αγαπημένο άνθρωπο
όταν τον σκέφτεσαι σαν φωτογραφία. Λίγο θολή, αλλά στέκεται ως πόζα. Ξεθωριασμένη μεν,
αλλά πόζα. Με αγκαλιάζει με θέρμη, αλλά μου χαμογελάει με δισταγμό. Φοβάται μήπως

τον κακολογήσω για την χαλασμένη  θέα των πάλαι ποτέ ωραίων του δοντιών.Ούτε
ένα δόντι ο Δημήτρης. Τα χασε λέει  στο πόλεμο με την αρρώστια. Ποια αρρώστια
Δημήτρη, τολμάω να ρωτήσω, να, μου λέει, λίγο aids, λίγο καρκίνος, κάτι αυτοκτονίες
κ σμπαράλιασα. Δείχνει να μην το πιστεύει. Το κάνει σίγουρα για να με δοκιμάσει η
για να τεστάρει τις αντοχές μου. Ίσως πάλι, το κάνει γιατί πλήττει απ`τη ζωή, ίσως γιατί
δεν ξέρει πραγματικά τι σημαίνει  θάνατος η ανανέωση επιθυμίας. Δεν λέω τίποτα, κάνω
πως δεν άκουσα η δεν κατάλαβα κ προαποφασίζομαι ραντεβού:πρέπει να φύγω, δουλειές,
θηλιές, μαλάματα, κ βέβαια θα τα ξαναπούμε, ασφαλώς κ έχω τηλέφωνο σου, μα τι λες
τώρα, κ βέβαια κ δεν φοβάμαι να σε φιλήσω, ξέρω να κλωσάω πολύ καλά τις αναμνήσεις
μου, κ αυτό ήταν, κατεβαίνω ελαφρύτερος σαν από το βαγόνι  απολεσθέντων στιγμών.
  
Στο δρόμο για το πουθενά κελαηδούσε  μια φράση, μέσα μου  μια φράση που δεν ξέρω
που την διάβασα,αλλά την επαναλαμβάνω τον τελευταίο καιρό συνεχώς μέσα μου, σαν
ένα είδος άσκησης, κάτι σαν αλεξικέραυνο κακών στιγμών κ τρυφερών λυγμών, σαν
ένα φύσημα τριγύρω απ` την καρδιά, σαν ένα χάδι που ήθελες από καιρό να δώσεις
κ που ποτέ σου δεν τολμoύσες.


"Θεωρητικά υπάρχει μια τέλεια δυνατότητα ευτυχίας:να πιστεύει κανείς
στο μη καταστρέψιμο μέσα του κ να μην τείνει σ`αυτό" Έχω την εντύπωση πως αν
την άκουγε αυτή την φράση  ο Δημήτρης θα χαμογέλαγε πλατιά. Κι  ας  απλωνόταν
σε όλη την Πλατεία Συντάγματος  αυτό το χαλασμένο κενό που μας χωρίζει. 

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Απειρο






Δεν είχε ζωή. Τον λέγανε Home Entertainment. Όνομα, επίθετο, καταγωγή.
Στις συχνές ερωτήσεις μου για το αν πρόκειται για ψευδώνυμο η για παρεξήγηση
έπαιρνα πάντα την ίδια στερεοτυπική απάντηση:δεν σας ενδιαφέρει, να κοιτάτε
την δουλειά σας. Κοιτούσα και γω την δουλειά μου, αν και αγνοούσα ποια ήταν.
Τα απογεύματα μου ήταν πάντα κλεισμένα για χάρη του. 5 με 7 έπρεπε να παίρνω
στασίδι στον καναπέ του. "Μιλήστε μου, πες τε μου πως  ήταν η μέρα σας, εγώ
το ξέρετε πολύ καλά δεν έχω ζωή". Μιλούσα και γω κι έλεγα ότι μου κατέβαινε.

"Σήμερα χαστούκισα μια γριά" η  ¨σήμερα έσπρωξα έναν άνθρωπο  στο τραίνο
μια πλάτη είδα και την έσπρωξα, ελπίζω να μην πέθανε." βέβαια δεν γινόμουν
ποτέ απολύτως πειστικός. "Takis, βλέπετε πολλές ταινίες, η φαντασία σας οργιάζει"

Η αλήθεια είναι  ότι οργίαζε, αλλά τι σημασία είχε? Μπροστά στον κλειστό
τάφο που είχα μπροστά μου, αντι για άνθρωπο, έπρεπε να επιστρατεύω  κάθε
είδους παλαβομάρα για να τον κάνω έστω και λίγο να χαμογελάσει. Αμετανόητος
όμως αυτός, μονήρης. "Να το ξέρετε, μια μέρα θα τιμωρειθειτε για όσα ψέματα μου
αραδιάζετε."Οι απειλές του, η αλήθεια είναι ότι με βάζαν σε σκέψεις. Mε την
έμφυτη κακία που τον διέκρινε θα μπορούσε κάλλιστα  να με κάνει  φέτες  και
να με τυλίξει  σε μια σακούλα σκουπιδιών. Κι αν ? Κι αν? Κι αν τι? Τίποτα.
Αυτό που με φόβιζε πάνω από όλα ήταν η επιθυμία του για τάξη. Ήταν από
κείνους τους τύπους που όταν ήθελε να σπάσει κάτι,το γυάλιζε.Στο βάθος,
το ήξερα, αχνοφεγγιζε ο διακαής πόθος του για μακελειό.Για κομμένες αρτηρίες. 
Το λευκό μου δέρμα προοριζόταν για τη γέμιση της πρωτοχρονιάτικης γαλοπούλας.
Άλλωστε το χε γράψει ο Ελύτης για μένα, κ δεν μπορούσα να το αγνοήσω: Όπου
υπάρχει τάξη, ανθρωπινό κρέας που μυρίζει. Ωραίες προοπτικές μου ανοίγονταν.

Τα προσπερνόυσα όμως όλα και κάθε μέρα, την ίδια ώρα, βρισκόμουν στον καναπέ του.
Το μόνο απογοητευτικό σε όλα αυτά ήταν ότι μου απαγόρευε να καπνίζω "μόνο
οι γύφτισσες και τα πρεζάκια καπνίζουν" έλεγε με περιφρόνηση, μα μια μέρα, δεν
άντεξα κι έβγαλα τον καπνό από την τσάντα μου κι άρχισα να στρίβω κανονικά.

Το ύφος του κατάπληκτο, γεμάτο αίμα με σημάδευε με θυμό"Είστε αισχρός"
μου έλεγε, κι εγώ του απαντούσα, "ναι, και μπορώ να γίνω ακόμη πιο αισχρός
αρκεί να το θελήσετε",παίζεις παιχνίδια Takis κ δεν μ`αρέσει καθόλου, κ σεις
προκαλείτε την μικροπρέπεια της λογικής μου κ θα μ`αναγκάσετε να μην ξαναρθω."

Κι όντως, την επόμενη μέρα δεν ξανάρθα. Αλλά την επόμενη δεν άντεξα, κ απέσυρα
όλους τους δισταγμούς μου κ την χτύπησα ξανά την πόρτα, γνωρίζοντας πολύ καλά
πως το θύμα έχει περισσότερο ανάγκη τον βασανιστή του, από τι ο βασανιστής το θύμα,
κάτι που το ξέραμε πολύ καλά κ οι 2 μας κ το εφαρμόζαμε στην πράξη τέλεια.Εκείνη
λοιπόν την μέρα  αποφάσισα να τραβήξω τα πράγματα στα άκρα, κ ζήτησα από τον
βασανιστή μου η από το θύμα μου, το ίδιο κάνει, να μου μαγειρέψει. "Μα εγώ δεν
ξέρω να μαγειρεύω" ήταν  απάντηση  του, " ε τότε να παραγγείλουμε". Σούσι, χαβιάρι
σος από δαμάσκηνα, ότι σκατά κυκλοφορεί, ότι πιο ακριβό  το θέλω. Άλλωστε λεφτά
έχετε.Εμπρός λοιπόν, μην καθυστερείτε.Το έργο πρέπει να παιχτεί με σπίντατη πολυτέλεια,
ούτε λιγότερο, ούτε περισσότερο."Μα ποιο έργο, τι λέτε" ψέλλισε σχεδόν με ικεσία,
κ σαν απάντηση έβγαλα τα παπούτσια κ τα ακούμπησα στο ακριβό του τραπεζάκι.

Τα πράγματα πρέπει να πεθαίνουν πριν από μας καημενούλη, σκέφτηκα να του πω,
αλλά σαν απάντηση, τράβηξα από την τσάντα μου το θανάσιμο όπλο που κουβαλούσα
από μέρες κ του το έχωσα μπροστά στα μούτρα του.Προσκυνείστε  του είπα. Σχεδόν
τον διέταξα.Είναι η μεγάλη σας ευκαιρία για να διαπιστώσετε αν είστε αληθινό
τέρας, ελάτε, μην φοβάστε. Αγγίξτε το. Σαν τους δαιμονισμένους θα καταλάβουμε
αν η ζημιά μέσα σας είναι περιστασιακή, η δεν χωράει καμιά επιδιόρθωση. Με τις
πρώτες σκηνές θα το καταλάβουμε, μην ανησυχείτε, ελάτε, δείτε το σαν ένα καλό
εξορκισμό για όσα δεν έχετε ζήσει και που πολύ φοβάμαι δεν θα ζήσετε, ελάτε
ετοιμαστείτε. Πήρε λοιπόν στα χέρια του το θανάσιμο όπλο κ άρχισε να το
περιεργάζεται με απορία." Τι πρέπει να κάνω " ψέλλισε σχεδόν με απόγνωση
το θύμα. "Σας είπα. Φαγητό. Πρέπει να παραγγείλετε φαγητό. Πολύ φαγητό.
Δείτε σαν το τελευταίο κάλεσμα του θανατοποινίτη. Το τελευταίο γεύμα.
Μπορείς να αρνηθείς από κάποιον το τελευταίο γεύμα του?" Χωρίς να χάσει
καιρό αρπάξε το τηλέφωνο κ προχώρησε στις διαταγές μου. Σε λίγη ώρα


βρισκόμασταν σε ένα βουνό από απίθανες ποσότητες φαγητών, ικανές
να θρέψουν  ολόκληρο τάγμα από πεινασμένους. Έτρωγα όπως το είχα
φανταστεί: σαν θανατοποινίτης. Εκείνος φυσικά  δεν άγγιξε ούτε μια
φλοίδα από τα πανάκριβα εδέσματα του. Kαιροφυλαχτούσε, την ήξερα
καλά την ράτσα του: σαν τον κυνηγό που πίστευε  πως μόλις θα κοιμηθεί
το θήραμα του θα το γραπώσει στον πρώτο ύπνο. Καημενε φουκαρά
κυνηγε. Πέρασες  μέσα από την  βροχή με το αδιάβροχο, κ επειδή δεν
βράχηκες νόμιζες ότι δεν εβρεξε. Τώρα θα σου δείξω εγώ κ αληθινή
ζωή κ από όλα, μα πάνω από όλα αληθινή απόγνωση. Για να σε δω.
Αντέχεις? Άντε λοιπόν τι κάθεσαι? Βάλε την παράσταση να παίζει.


Τι με κοιτάς? Σου δείχνω την αληθινή ζωή κ συ απλώς με κοιτάς?
Τι είναι αληθινή ζωή? Τακέσι Κιτάνο ρε αλήτη. Κούκλες ρε. Να,
κοίτα τον ευατό σου, κοίτα πως αληθινά θα ήσουν, αν δεν ήσουν
το τέρας  που έχεις μεταμορφωθεί. Κοίτα πως περπατάνε αλυσοδεμένοι
οι έρωτες. Χιλιόμετρα ολόκληρα κάνουν  για να βρουν αυτό  που
πίστευαν πως είχαν, κ όταν το βρίσκουν δεν ξέρουν με τι μάτια
να δουν, καμιά φορά βέβαια τα βγάζουν κ από μόνοι τους, να,
σαν τον ήρωά μας, που πάει να συναντήσει την τυφλή πλέον
τραγουδίστρια κ είδωλο του, όντας κ αυτός πια  τυφλός, γιατί
πως αλλιώς θα είχε νόημα η συνάντηση  αν ένας από τους δυο
έβλεπε, αλλά τι σου λέω, χαμπάρι δεν παίρνεις εσύ από αυτά,
χ α μ π  α ρ ι ,κ τσάμπα ο κόπος  δηλαδή, κ αν είναι έτσι να
κοιμηθώ για πάντα σ`αυτόν τον καναπέ η μέχρι το πρωί, το
ίδιο κάνει, κ όταν ξυπνήσω θα θελα να έχετε γίνει άνθρωπος κανονικός
κ θα μου πείτε, πως είχατε δίκιο τελικά, έτσι είναι οι έρωτες,
αλλά πονάει γαμώτο, για αυτό ζούσα χρόνια μόνος μου, για αυτό,

αλλά τώρα είναι αργά πολύ για να μ`αλλάξω, κ καλύτερα μερικά
πράγματα να μένουν στο πανί  κ στα βιβλία για να μην μπαίνουμε
στο πειρασμό να διαλυθούμε, κ κάπως  έτσι  θα τον  συγχωρούσα,
για όσα χρόνια είχε μέσα του φυλάξει, άχρηστα χρόνια, μόνο κ μόνο
επειδή δεν είχε το θάρρος να τα ζήσει, αλλά τώρα θυμάμαι πως είμαι


σκεπασμένος με μια κουβέρτα, δεν ξέρω κ γω γιατί, σ`ένα κρύο
καναπέ, αντι να πάω σπίτι μου, κ περιμένω να ξημερώσει για να
πιω  καφέ με έναν άγνωστο άνθρωπο κ ξένο.Γιατί το κάνω αυτό?
Ούτε που ξέρω. Μάλλον επειδή το έργο έπρεπε σ`αυτό το χρόνο
να παιχτεί, με την σωστή απογοήτευση.Φυσικά, θα ήταν ένας
καφές αποχαιρετιστήριος κ αμίλητος,σαν τα ξένα μνημόσυνα
που πηγαίνεις ακάλεστος κ αρχίζεις να πονάς αόριστα κ αρχίζεις
τα συλλυπητήρια στους ξένους συγγενείς για έναν νεκρό που
δεν θα συναντήσεις ούτε στον ύπνο σου.Έτσι ακριβώς έγινε

Είπαμε αυτό τον καφέ κ αποχαιρετιστηκαμε.Το μάθημα τελείωσε.
Πάνε 8 χρόνια σιωπής από τότε, κ εντωμεταξή ο Τακέσι Κιτάνο
δεν ξανάκανε, όσο κ αν το προσπάθησε, τέτοιο αριστούργημα.


Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

+7

Σου γράφω τα νέα μου από το κρησφύγετο μου, αφενός γιατί δεν έχω φρέσκα δικά σου,
κ αφετέρου, πληκτρολόγια που δεν βλέπονται πρέπει οπωσδήποτε να εξομολογούνται.
Ας  τα τσουγκρίσουμε λοιπόν. Στην υγειά όσων γραμμάτων κ όσων λέξεων δεν θα
αρθρώσουμε ποτέ. Ύστερα να περάσουν τα βιολιά κ μετά οι ερωτευμένοι-αυτό το
συλλεκτικό είδος, το επίμονο, να δώσει συναυλία Ξέρεις πολύ καλά πως οι ερωτευμένοι
δεν τα πηγαίνουν καλά με τα λόγια,ούτε και μεις τα πηγαίναμε. Μάλλον επειδή
είχαμε προπονηθεί πολύ καλά στις μεταξύ μας σιωπές. Βέβαια φοβάμαι  πως θα
ρθει κάποια στιγμή  που αυτές οι σιωπές θα υψώσουν ανάστημα  κ θα απαιτήσουν
κάτι που δικαιωματικά τους ανήκει, αλλά εμείς δεν θα μπορούμε να τους  το
δώσουμε. Μην με ρωτάς γιατί. Μερικά πράγματα είναι καλύτερα να τα πιστέψεις
νωρίς, πάρα να στα μάθει ο χρόνος. Μιλώντας για χρόνο θέλω να σου πω  πως
στεναχωρήθηκα με κάποιες πρόσφατες φωτογραφίες σου.Σε τσαλάκωσε ο χρόνος
γλυκό μου. Τα ωραία σου πλούσια  μαλάκια σβήστηκαν απ`το χάρτη αφήνοντας
τους πίσω τους κάποια ίχνη παλιάς ωραιότητας.Τα βαθιά σε ένταση μάτια σου
ατόνησαν, κ γέμισαν με  ρυτίδες κ παράπονο. Κ το σώμα σου αυτό,το μνημείο
απόλυτης ομορφιάς, έπεσε από το βάθρο του, αφήνοντας στη θέση του σιωπηλά
σπαράγματα  λίπους. Γέρασες. Γιατί γέρασες? Είναι ανήθικο να γερνάνε οι πολλοί
ωραίοι άνθρωποι.Πως ξεχάστηκες έτσι μέσα στην εβαπορέ ευτυχία σου κ δεν
μερίμνησες  για σένα. Ασυγχώρητο λάθος για ένα πρώην νάρκισσο,δεν νομίζεις?

Τώρα σε βλέπω να ανεβάζεις φωτογραφίες  στο facebook .Είσαι 42-43 χρονών
γεράκος κ κρατάς ένα παιδί στην αγκαλιά σου. Δικό σου δεν είναι? Να σου ζήσει.
Πάρα δίπλα μια γυναίκα  που μοιάζει για σύζυγος σε ταΐζει στο στόμα σαν μπούλης.
Μου έρχεται να τσιρίσω από την φρίκη, αλλά παρ`όλα αυτά πατάω ένα like πάνω της
για να σε ενθαρρύνω, σαν να  μην ήμουν εγώ, άλλα μια άλλη, η Μαρία Λαιμού, το όνομα
με το οποίο ακολουθώ άγνωστους μου, οι οποίοι με αποκαλούν "φίλη "τους. Δεν έχω
παράπονο. Οι λιγοστοί φίλοι μου με φιλοδωρούν με πολλές φιλοφρονήσεις, στις ψεύτικες
φωτογραφίες μου που κατά καιρούς ανεβάζω. Στα γενέθλια μου μου εύχεστε όλοι

χρόνια πολλά. Εσύ μου εύχεσαι να ζήσω κ να μαι γερή. 2 χρόνια τώρα, σαπίζω
μέσα το ίδιο στερεότυπο:να ζήσεις κ να σαι γερή. Ακόμη κ ξύλο να ήμουνα, κ αυτιά
να μου φυτρώναμε, αντί για χέρια, με τόσα κούφια λόγια, δεν μπορεί, στο τέλος
θα σάπιζα. Δεν ξέρω τι με κρατάει κ δεν ξεριζώνω τα μάτια μου, κ τα αυτιά μου
συγχρόνως, απορώ πραγματικά. Έτσι μου ρχεται να ποστάρω τις φωτογραφίες μας,
εκείνη ειδικά την φωτογραφία  που μου ανάβεις το τσιγάρο κ με κοιτάς λιγωμένα
να χορτάσω κοινοποιήσεις. Αντι για αυτό πατάω like σε ότι σύνδεσμο βρεθεί μπροστά μου
να χουμε να γουστάρουμε. Σκυλάδικα δεν θέλετε? Θα σας χαλασμό εγώ χατήρι?
Πόσα like θέλετε να  σας κάνω  μάγκες για να πειστείτε πως η ρυπαρή ζωή νικάει τον εξαίσιο
έρωτα, πόσα? Ελάτε, μην ντρέπεστε, ορίστε αριθμό κ γω θα βρω τον τρόπο να
σας αποθεώσω.Εγώ, η άγνωστη, η Μαρία Λαιμού, που αντι να πάει να κόψει τον
λαιμό της, κόβει χρόνια απ`την μνήμη της για να την δυναμώσει. Κ όλα αυτά
επειδή εσύ άλλαξες, κ όλα αυτά επειδή δεν κάνεις το σωστό like πάνω στα παράπονα μου.
Κ όλα αυτά επειδή μαράζωσες. Εσύ, ένας πρώην επαναστάτης, μεγαλωμένος με siouxsie
Και cure  να τρώει πατατάκια μπροστά στο πανάκριβο pc του, και να διαλέγει
από το you tube τραγούδια για εφήμερους έρωτες. Που πήγαν ρε οι παντοτινοί?

Που πήγαν εκείνα τα "για πάντα" που καπνίσαμε? Μήπως τελικά φταίω εγώ που
μεγάλωσα κ σε θυμάμαι ακόμη η μήπως φταις εσύ που απλά έφυγες για να μην με
βαρεθείς? Κι όμως θα ήμασταν ωραίο ζευγάρι. Ακόμα κ τώρα , και  25.000 χρόνια
να περνούσαν πάλι θα αγαπιόμασταν. 25.000 χρόνια θα περνούσαν, κ γω θα έλιωνα
για ένα "σε γουστάρω". Γιατί το σ`αγαπώ τι να το κάνεις, άμα τα βράδια που κοιμάσαι
δεν μένεις ξάγρυπνος για να ευχαριστηθείς τον άνθρωπο που σε ξημέρωσε. Να φτάνει
το πρωί, και συ να αρχίζεις να καλοπιάνεις  τη μέρα επειδή σου χαρίστηκε κ να την
ευγνομωνείς επειδή θα συνεχιστεί. Κ ύστερα θα φεύγαμε για τις δουλειές μας, ποιες
δουλειές μας δηλαδή, αυτές τις περιστασιακές απασχολήσεις μας, εκείνα τα πεντάωρα
διαλείμματα του έρωτα μας, αλλά μια μέρα θα με έπαιρνες τηλέφωνο,και θα μου λεγες
τι κάνουμε εδώ, ο κόσμος είναι μαλάκας και γαμιέται, και γαμώ την χουντάρα που ζούμε
δηλαδή,και να πάει να γαμηθεί το ελληνικό φως και τα τζατζίκια του, πάμε να φύγουμε
αγάπη μου, πάμε, στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα μωρό μου, μας αρκούν, εκεί
να πάμε να ζήσουμε, άντε ετοίμασε βαλίτσες και σε 2-3 ώρες το πολύ θα ρθω  να σε
απαγαγω.Κι έτσι απλά θα γινόταν, κ θα με βρίσκε η μέρα μου στο δρόμο να σε περιμένω.

 Κ στο πρώτο αεροπλάνο, τραίνο, λεωφορείο, αδιάφορο θα ήταν,  θα μας έβγαζε
σε ένα ωραίο πουθενά κ εκεί  θα στηναμε τη ζωή που ονειρευόμαστε, με ένα
ελάχιστο τίποτα κ θα ήμασταν ευτυχισμένοι.Και τις νύχτες θα μου έλεγες
"μ αρέσει που είμαστε εδώ" κ γω θα σου λεγα " κ μένα μ`αρέσει που σ`αγαπάω"
κ συ θα γέλαγες κ θα μου λεγες"μα εγώ δεν είπα κάτι τέτοιο" "ναι, αλλά αυτό
εννοούσες θα σου λέω, και κάπως έτσι θα περνάνε, τα χρόνια, οι χιλιετίες,
και καμιά ανάρτηση δεν θα ταν ικανή για να πατήσουμε πάνω της το like
από το ίδιο μας το βλέμμα, κ κάπως έτσι ευχαριστημένοι θα πεθάναμε ένα
πρωί, κ όχι σαν την τρελή την κομμώτρια που πήγε κ φούνταρε όπως στη
ταινία, επειδή ο κουρέας δεν θα την ήθελε ένα πρωί. Θα μου πεις έφυγε
ερωτευμένη. Ναι, αλλά μόνη. Αλλά οι εραστές πρέπει μαζί να συναντιούνται

στον θάνατο. Θυμήσου τον Μπροχ και πυροβόλα με, η γίνε ήρωας σε ταινία
του Γκοντάρ και πες μου:δωσ μου το δηλητήριο να το πιω ως το τέλος, και
γω αντί να σ`ακούσω, θα κάτσω ήσυχη -ήσυχη σε μια γωνιά  κ αντί να κλάψω
θα  πάρω μια κασέτα όπως κάνανε παλιά, και θα σου γράψω  τα καλύτερα
τραγούδια που γράφτηκαν  ποτέ, κ αφού την γράψω, θα σταθώ σε μια άκρη
και θα περιμένω να μου την ζητήσεις, γιατί ξέρω  πως ότι ποθεί κανείς,
αν το καλέσει με τη σωστή λέξη και το σωστό όνομα έρχεται. Που είσαι
λοιπόν? Ακόμα να φανείς? Θα πιάσει φθινόπωρο και δεν θα χω κουβέρτες
να σε σκεπάσω. Βιάσου. Δεν κάνει να  σε ξεχάσω.



Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Για ότι περισσεύει

Κοιτάζει τη φωτογραφία που είναι πάνω στο μεγάλο τραπέζι κ σκέφτεται  το πόσο
πολύ θα ήθελε να κάπνιζε ένα τσιγάρο, ένα μακρύ τσιγάρο, έτσι σαν πόζα κ σαν υποψία
να απλωθεί παντού ο καπνός, να μπει στα ρουθούνια των παπάδων αλλά κ όσο όλους
όσους παραβρίσκονται σ`αυτό την τελετή. Μνημόσυνο λέει το λένε, αλλά ποιοι το λένε
ούτε που τον νοιάζει. Κάθεται πίσω πίσω, στην οπισθοφυλακή των παλιών φίλων  με
κατεβασμένο βλέμμα όχι επειδή λυπάται, αλλά επειδή βαριέται. Τόση επίδειξη θλίψης
από παρασυγγενείς κ από ξεχασμένους φίλους  σκέφτεται πως είναι για πολλές κλωτσιές.

Για αυτό σου λέει το θέλει τσιγάρο. Αλλά η επιθυμία είναι  πολύ σκληρή δουλειά.Γιατί
πιστεύεις άθελά σου πως κάποιος θα σε ανταμείψει για την τόση υπομονή σου. Γιατί
επίθυμησες, κ αφού επιθυμησες πρέπει να επιβραβευτείς. Ανοησίες. Από τότε που θυμάται
τον ευατο του  με όλο επιθυμίες καταπιανόταν. Έλεγε, θέλω αυτό να μου κάνετε, θέλω
αυτά τα παπούτσια, η αυτό το νούμερο ζωής να μου δώσετε, κ όλοι στέκονταν προσοχή

μπροστά στο βάθρο τω επιθυμιών του. Αυτά ως παιδί, γιατί  όταν μεγάλωσε κ προσπάθησε
να υιοθετήσει την ενήλικη στάση,  των υποτίθεται κανονικών ανθρώπων, του κακοφάνηκε
που πια δεν μπορούσε να ζητήσει τίποτα, κ όλα αυτά τα θέλω έπρεπε να περνάνε από χημείο
κ παρατήρηση. Αλλά όσο προσεκτικός κ αν είναι κανείς  πάντα θα υπάρχει ένα πλακάκι,
στο κάθε πεζοδρόμιο που περπατάς που θα σε ρίξει χάμω. Βέβαια αν είσαι τυχερός, μπορεί

απλά να σηκωθείς  να σκουπιστείς  κ να συνεχιστεί άκοπα η μέρα σου. Αλλά αν δεν είσαι
θα βρεθείς με νάρθηκα  με γύψινα  τα  θέλω  σου να σε περιθάλπουν.

κ όλα αυτά επειδή δεν πρόσεξες,
όλα αυτά επειδή  κάποιος έσπασε το πλακάκι  πάνω στο τρελό μεθυσι του, για να περάσεις
εσύ κ να πέσεις στο κενό του.Έτσι ακριβώς συνέβη κ με την  φίλη του, αλλά από την ανάποδη:

εκείνη δεν ζήτησε απολύτως τίποτα τη ζωή της, δεν είχε καμιά  απολύτως επιθυμία, για την ακρίβεια είχε παραιτηθεί από κάθε επιθυμία από κάθε θέλω κ ακροβατούσε με μεγάλη πειθώ
στο τίποτα της σχεδόν με ευγένεια, τόσο που οι άλλοι  την θεωρούσαν  απλώς μια  ακόμη
καταθλιπτική, κ κείνη  για να μην  χαλάσει  το χατήρι της εικόνας που είχαν  οι άλλοι
για αυτήν, τους κερνούσε ατέλειωτους ύπνους σαν βυθισμένη Γενοβέφα κ αφηνόταν

να ξεγελαστεί από όνειρα, αλλά ένα πρωί  είπε δεν πάει άλλο, βαρέθηκα να ζω σαν
κομπαρσα  στα πάρτι των άλλων, ας φύγω καλύτερα. Κ έτσι έγινε: σε 1 μήνα έσβησε
σαν κεράκι . Δεν πέθανε :έσβησε. Στο νοσοκομείο δεν δέχτηκε να δει κανένα. Ήθελε
να σβήσει εχέμυθα, βουβά απελπισμένα, χωρίς να μάθει κανείς τις θλιβερές λεπτομέρειες.

Ήταν η μόνη της επιθυμία, ίσως κ να ταν  το μόνο πράγμα που ζήτησε πραγματικά
στη ζωή της κ ίσως  για αυτό εισακούστηκε. Κ τώρα μετά από ένα χρόνο  είναι
εδώ όλοι  μαζεμένοι, μέσα σε μια σχετικότητα θλίψης κ κοιτάζουν την φωτογραφία
της καθώς είναι  αφημένη  στο τραπέζι  σαν απομεινάρι πάνω σε ερείπια, κ ο φίλος
της, αυτός που ζητάει επίμονα ένα τσιγάρο για να ξεγελαστεί, γυρνάει στον διπλανό
του, στον άγνωστο διπλανό του  κ του λέει δυνατά:α ρε καριόλη θάνατε, τι είπες? του
λέει, για ξαναπεστο,κ ο φίλος σαν να μην του έφτανε κ αυτουνού η διατύπωση σκύβει
μέσα στο αυτί του κ σχεδόν κ του ουρλιάζει το διαπραγματευόμενο  συμπέρασμα του:

α ρε σκατόπουστα θάνατε, γαμιέσαι.Κ εκείνος γυρνάει  σχεδόν με θηλυκότητα
κ του απαντάει φυσικά:για φαντάσου: κ γω το ιδιο σκεφτόμουν.


Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Για να δει τη θάλασσα.

Έχει να δει 20 χρόνια τη θάλασσα, μου λέει η Αγάπη.Γλύτωσε από καρκίνους,
έρωτες, κ άλλες καταστροφές, αλλά της έμεινε το παράπονο της γλυκιάς
ανυπαρξίας. Άμα κλείσεις τα μάτια σου, της λέω θα τη δεις, είναι σαν
το σκοτάδι:δεν είναι δα κ τόσο μακρυά.Αρκεί να ξέρεις που να στρέψεις τα
νώτα σου. Αλλά κ τη νότα σου. Ποια σου φαλτσάρει πιο πολύ? Μ`αυτήν
θα βγεις να τραγουδήσεις.Άλλωστε τι σκας? Σου είπα ότι θα σε πάω
ταξίδι στους πιγκουίνους να γιορτάσουμε πρωτοπορία. Τι να μας
διδάξουν εμάς τα γλυκά νερά κ οι σαστισμένες από την αλμύρα
μιζανπλί. Μόνο οι πάγοι ξέρουν την ιστορία μας:οι καλύτεροι
διαπραγματευτές της μνήμης.Ωραίοι οι πιγκουίνοι. θα θελες
να σου πάρω έναν? Όχι ε? Καλύτερα. Μοιάζουν με τους ανθρώπους.
Καλά  το έχεις καταλάβει.Να, κοίταξε τους, δηλαδή φαντάσου  πως τους κοιτάς.
Αυτοί γλιστράνε κ παραπαίουν πάνω στο πάγο επί μίλια
ώσπου ν φτάσουν  στον ωκεανό σε αναζήτηση τροφής, ενώ εσύ
περιμένεις στην ουρά του σούπερ-μάρκετ για λίγο κεφαλοτύρι.

Θα πληρώσεις, θα φας.Δίκαιο το χασομέρι. Ενώ ο καημένος
ο πιγκουίνος που δεν έχει λεφτά πρέπει να αναγκαστεί κ να
περιμένει.Βλέπεις  η θάλασσα εκτός από ψάρια περιέχει
κ φώκιες.Το μακρύ τους ταξίδι μπορεί να τελειώσει εντελώς
άδοξα, αφού στην προσπάθεια τους στο να βρουν τροφή
γίνονται άθελά τους οι ίδιοι.Κ άμα γίνουν οι ίδιοι, αντίο
νεογνά, αντίο πιγκουινισια ζωή.Επομένως μια είναι η λύση:

Περιμένουν καρτερικά κάποιον  από την παρέα είτε περισσότερο
πεινασμένο, είτε περισσότερο ανυπόμονο, κ σαν συμμορία επιβατών
σε αποβάθρα σταθμού, σπρώχνουν το απερίσκεπτο πτηνό να πέσει
στη θάλασσα.Να, έτσι, δοκιμαστικά.Βλέπεις η πείνα δεν τους αφήνει
πολλά περιθώρια επιλογών. Για την ακρίβεια έχουν μια επιλογή:
Η βούτα η πέθανε-ενίοτε βούτα κ πέθανε. Είδες πως μοιάζει καμιά
φορά η ζωή? Σαν κάτι δραματικά όμορφο που με μια σου κίνηση
θα μπορούσες να το σκίσεις σε χιλιάδες λωρίδες ,μόνο κ μόνο
για να διαπιστώσεις πως μέσα σε μερικά λεπτά θα μπορούσες
να κουρελιάσεις κάτι που αγαπούσες κ που  ήθελες πολύ. κ που
τώρα ίσως να μην θες.Μπορεί πάλι να ζεις για πάρα πολύ καιρό
κ να μην μπορέσεις να καταλάβεις  από που ήρθε η ζωή που
θέλησες. Βλέπεις αυτά που θέλεις να δεις, κ καθώς τα βλέπεις
τα περπατάς  κ κάνεις να γυρίσεις πίσω κ βλέπεις τις αναμνήσεις
να ξεθωριαζουν κ να πεθαίνουν, κ μια νύχτα εκεί που κοιμάσαι
πετάγεσαι επάνω δραματικά κ αρχίζεις να θυμάσαι αλλιώς
κ ωσπου να ανάψεις το τσιγάρο βρίσκεσαι ηδη στο δρόμο
κ οποιο ταξί βρεθεί στα πόδια σου διαθέσιμο το σταματάς
κ οταν ο ταξιτζής θα σε ρωτήσει για το που πάμε, εσυ  θα
πείς με σιγουριά, στη θάλασσα αγορι μου, στη θάλασσα.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2012

Le Temps De L'Amour(μια ιστορία Αγάπης)


Είναι καλή  η κυριούλα του μικρού ψιλικατζίδικου που αγοράζω καπνό. Θα μπορούσε
να μου χαρίσει τον κόσμο ολόκληρο αν το ήθελα. Την ώρα που μπαίνω μέσα δείχνει
εμφανώς αναστατωμένη. Είναι ηλίου φαεινότερον πως βλέπει ειδήσεις. "θα μας βρει
συμφορά παιδάκι μου"  μου λέει έντρομη. Γιατί Αγάπη, της λέω. "Δεν βλέπεις τι λένε?
μου λέει με ελαφρώς τρεμάμενη φωνή. Γυρίζω το κεφάλι μου κι αντικρίζω την γνωστή
συμμορία του μεγκα. Έπρεπε να το περιμένω. Οι γνωστοί σεσημασμένοι των 8. Η μνημόνιο
η καταστροφή. Η παραμονή στο ευρώ η επιστροφή στις σπηλιές. Ωραία διλήμματα. Για να

πω την μαύρη αλήθεια προτιμώ τις σπηλιές. Ο πρωτογονισμός με εξάπτει. Βαρέθηκα
τους ανοιχτούς δρόμους. Τώρα θέλω κλειστές στροφές κι ανοιγμένα κεφάλια. Οι πέτρες
και τα βουνά γράφουν πολύ  ωραία βιογραφία.Στα σίγουρα θα θελήσουν να  γράψουν την
ιστορία πολλών από εμάς. Αρκεί βέβαια να το θελήσουμε. Η Αγάπη δεν φαίνεται να

ενθουσιάζεται με την ιδέα. Προτιμά τα παλιά, τα δοκιμασμένα  βασανιστήρια. Δεν την
κακίζω. Δεν είναι η μόνη άλλωστε που προτιμά την σιγουριά του βέβαιου θανάτου.
Είναι τόσοι πολλοί που χάνω το μέτρημα. Άλλωστε το τι χάνει ο καθένας είναι πολύ
προσωπική υπόθεση. Στο καπιταλισμό βέβαια χάνεις έτσι κι αλλιώς περισσότερα
από όσα κερδίζεις, αλλά τι με νοιάζει εμένα? Εγώ θα πάω να ζήσω στις σπηλιές,
πάει το αποφάσισα. Φυσικά δεν είμαι τόσο άσκεφτος στο να το ανακοινώσω, στην
γλυκύτατη κατά τα άλλα γυναίκα, τα αναχρονιστικά σχέδια μου, θα τρομάξει
περισσότερο από όσο αντέχει και δεν το θέλω με τίποτα. Εκείνο βέβαια που

θα θελα πολύ είναι να ξεριζώσω την κεραία  της συσκευής της  και να την κάνω
φυσοκάλαμο. Αλλά θα δεχτεί? Στον αδελφό μου που  του το πρότεινα με πέταξε
με τις κλωτσιές από το σπίτι. Φαντάζομαι πως το ίδιο θα κάνει και η Αγάπη, αν
σταθώ τυχερός, γιατί μπορεί και να με πυροβολήσει. Ένας αγανακτισμένος άνθρωπος
πολλά μπορεί να κάνει.Αποφασίζω να φύγω χωρίς  να διακινδυνέψω την σωματική μου
ακεραιότητα.Άλλωστε η πραγματική παρηγοριά προέρχεται από τη σιωπή κι όχι
από τι λέξεις. Τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος? Που να ξέρω. Εγώ είπαμε:επιστρέφω
στις σπηλιές. Άλλα πριν επιστρέψω ας φάω το τελευταίο κοτόπουλο που με περιμένει.

Είναι πραγματικά ένα λαχταριστό κοτόπουλο. Αν ήμουν στα αλήθεια γενναιόδωρος
κι αν είχα πολλά λεφτά θα καλούσα κι όλη την συμμορία του μεγκα να με συνοδεύσει
στο τελευταίο δείπνο.Θα ήταν μια υπέροχη βραδιά.Θα γελούσαμε . Θα μιλούσαμε για
τα παιδικά χρόνια μας, για τους παιδικούς φίλους που προδώσαμε, και

για τους άλλους  τους "καλούς"που πολύ θα θέλαμε,  αλλά μας πρόλαβαν πρώτοι αυτοί.
Υστέρα θα σερβιρα γλυκό ποτισμένο με γλυκό δηλητήριο. Σίγουρα πρώτα θα έπεφταν
τα ανδρικά κορμιά, μιας και  το σώμα τους καθηλωμένο τόσα χρόνια στην ιδια θέση,
να εκφωνει με τόση φυσικοτητα  τα εμετικά προπαγανδιστικά τους ξεράσματα,
θα παραδινόταν στην δίνη της γλυκιάς γαλάζιας ανυπαρξίας σχεδόν με ευχαρίστηση.

Η γυναίκα της παρέας θα το πάλευε λίγο περισσότερο,μιας και όλες είναι σκύλες
από τη φύση τους, θα αναμετριόταν σχεδόν με λύσσα  και με το τελευταίο χιλιοστό της πουτανισίας ύπαρξης της για να μην κάνει τη μεγάλη βουτιά προς την καταβόθρα.
Φυσικά΄το τέλος  θα την έβρισκε γελοία, αφού θα την κλωτσούσα στο ξεφλουδισμένο
πρόσωπο της σχεδόν με ηδονή μέχρι να της πάρω  και την τελευταία της ανάσα.

Υστέρα αφού θα πέθαινε το βρομόσκυλο θα την  ξύριζα,αφενός γιατί σε ένα πτώμα
είναι αχρηστα τα μαλλιά, και δη σε ένα. τέτοιο σι χαμένο πτώμα, κι αφετέρου το είχε
κάνει και κάποια ηρωίδα σε ενα μυθιστόρημα και πολύ το είχα ζηλέψει.Μετά θα
εκφωνούσα τον επικήδειο τους  πριν αποτραβηχτώ για πάντα στη Σπηλιά.

Ο επικήδειος θα ξεκινούσε κάπως έτσι:αγαπητοί φίλοι είναι μεγάλη γιορτή .
Σήμερα φυτευούμε με μεγάλη χαρά 3 εξαίσια καθάρματα που  για χρόνια
μας κορόιδευαν μπροστά στα μούτρα μας, κι όχι μόνο  τα κοροιδευανε αλλά
 τα φτύνανε κιόλας εκστομίζοντας  λέξεις όπως:δημοκρατία, αξιοπρέπεια, ζωη.
Εμπρός λοιπον: ανοιχτε σαμπανιες, σήμερα γιορτάζουμε.Γλεντήστε!


..κι υστερα θα αποτραβιόμουν για πάντα στη Σπηλιά παρέα με τους λύκους
και τα βατράχια. Το αντάρτικτο μόλις θα είχε ξεκινήσει.

Τετάρτη 9 Μαΐου 2012

Αμετάφραστο.


Ξύπνησα λέει και βρισκόμουν σε ένα καφέ αεροδρομίου. Τι  να γύρευα εγώ εδώ ούτε που ξέρω.
Μάλλον θα ταξιδεύω. Από άνθρωπο σε άνθρωπο αλλάζει το ταξίδι. Μπορεί να ταξιδεύω
μέσα  σε κάποια ααποσκευή  και να με ξέχασαν. Μπορεί βέβαια, και το πιο πιθανό να με μεταφέρεις
εσύ. Τώρα που διαλύω λίγο τα σύννεφα από τα μάτια μου το βλέπω καθαρά:είσαι εσύ.
Να σε ρωτήσω αν με μεταφέρεις? Δεν νομίζω όμως ότι είναι και  τόσο σωστό. Θα αρκεστώ
στις αυταπάτες μου. Σίγουρη επιλογή. Θα ποντάρω άφοβα. Άλλωστε είμαι πολύ καλός
Σ`αυτές. Όπως και στους αυτοσχεδιασμούς. Για αυτό τα κάνω θάλασσα και στα 2.
Να, φαντάσου τώρα λέει  να απομακρυνόσουν και γω να χανόμουν μέσα στο πλήθος.
Δεν θα  είναι η πρώτη φορά. Τότε που μας ανατίναξαν με χημικά στο σύνταγμα.
Πόσα "αν "μέτρησα  εκείνη την μέρα ούτε που θυμάμαι. Εσύ άραγε να θυμάσαι?

Μπα, έχεις κοντή μνήμη, όχι σαν και μένα το τέρας.Ας είναι. Γρήγορα ένα καφέ.
Αν είναι να ξυπνήσω με σιγουριά καλό θα είναι να το αναθέσουμε στη καφεΐνη.
Τι? Δεν  με θυμάται? Δεν μπορεί. Κάποιος να της ρίξει νερό να ξυπνήσει.Επειγόντως.
Και φέρτε μου και τσιγάρα. Πολλά τσιγάρα να σχηματίσω πολλά σύννεφα, μπας
και κατοικηθώ μέσα τους.Δεν λέω, ωραία περνάμε και δω, αλλά και μερικά σύννεφα
δεν θα μας βλάψουν νομίζω.Εσύ όμως θες να βγάλεις φωτογραφίες. Να δω πως θα
γεράσεις μαζί τους. Να, στήσου μπροστά στο λούνα παρκ. Χειροκίνητο είναι αν έχεις
ακουστά.Τι σημαίνει τώρα αυτό, ω, που να σου εξηγώ τώρα , θα χαθούμε στους
συμβολισμούς και θα χάσουμε τη λήψη.Στήσου λοιπόν. Α, δεν θες μπροστά
στο χειροκίνητο. Προτιμάς  μπροστά στο ρολόι , σ`αυτό το τεράστιο  ρολόι
που πολλαπλασιάζει τους σωσίες των ανθρώπων και τους κάνει να μοιάζουν
αμετάφραστοι. Αλλά να ξέρεις πως η μνήμη είναι μια έννοια που καταλύεται

μέσα στο χρόνο, και μπορεί όταν δεις αυτή την φωτογραφία μετά από αιώνες
μπορεί να σκεφτείς πως τελικά ότι αγαπάμε  μας κοιτάζει καμιά φορά χωρίς
να μας βλέπει ,αλλά μπορεί να μην σκεφτείς και τίποτα, γιατί ο χρόνος μπορεί
στο μεταξύ να σου έχει κάνει όλα τα χατίρια, χωρίς καν να είσαι ερωτευμένος,
χωρίς να έχεις ούτε μια στάλα καταστροφής στο πουκάμισο σου. Γιατί αυτό
σου κάνει ο έρωτας :σε καταστρέφει κάνοντας σου όλα τα χατίρια, κι αλίμονο
σου αν δεν είσαι εκεί για να το δεις. Αλλά πρέπει να μιλήσουμε  για αυτή την
φωτογραφία , που εντέλει βγήκε χάλια. Την κρατάς στα χέρια σου , όπως
κρατάμε μικρές  καταστροφές που ευχηθηκαμε στο βάθος. Σαν να το περίμενες.
Την σβήνεις θιγμένος, και μου λες πως  τώρα θα βγάλεις και μένα μια άσχημη
φωτογραφία. Να χαλάσω εγώ χατήρι? και μια και δυο, και εκατοπενηντα πέντε
θα βγάλουμε  ως που να ισοφαρίσουμε την φρίκη. Να, για δες:βγάζω τα γυαλιά.
Θα φανούν οι μαύροι κύκλοι μου. Άντε ντε, τι περιμένεις. Εκδικήσου με. Φερσου
ανάλογα. Πάτα το κουμπί της μηχανής. Γρήγορα όμως: δεν πρέπει να  ξυπνήσω
και  να με βρει το φλας χωρίς καταστροφή.Η προοπτική της φαντασίας μου
πρέπει οπωσδήποτε να επιβραβευθεί.
 

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Αποσπάσματα (κατακερματισμενου) ραδιοφωνικού λόγου.


(άμα θες να είσαι στο πνεύμα ,πάτα το .Τουλάχιστον εγώ έτσι τα συνοδεψα.)

-....και εκεί που είχαμε συμφωνήσει  με τον χειμώνα να αποχαιρετιστούμε  σαν
2 καλοί φίλοι που δεν αγαπήθηκαν πολύ ,μου σκάει μια βρόχα  και τα κάνει
όλα μούσκεμα. Κυριολεκτικά όμως .Και βρίσκεσαι εκεί που δεν το περιμένεις
αιχμάλωτος των σταγόνων .Ποιος ? Εγώ. Αν είναι αδύνατον. Που φέρε μου
όλα τα αδύνατα του κόσμου  και να δεις για πότε θα τα κάνω κομματάκια.
Άλλωστε άμα συναρμολογήσεις πολλά αδύνατα μαζί μπορεί να φτιάξεις
διαστημόπλοιο.Σαιν φίξιον ,θα μου πεις. Τώρα εδώ που τα λέμε  καλά
θα κάνεις και θα το πεις .Αλλά είμαστε σε εβδομάδα που αναζητάει το
θαύμα ,η με νεκρούς που συναντιούνται μ`αυτό ,οπότε μπορεί και να
αναθεωρήσεις .Οι μέρες αυτές που κάποτε είχαν μια ανυπόκριτη συστολή
βρέθηκαν εντελώς στα αζήτητα και βρέθηκαν να συζητάνε για το πως
θα περάσουν.Εγώ φυσικά , δεν ξέρω για σένα , με έτρεμα μέχρι την
Μεγάλη Παρασκευή. Μετά γινόμουν και εσκιμώος. Που λέει ο λόγος..

.....και γιατί  με  έτρεμα? Αφενός γιατί ήταν Μεγάλη ,κι αφετέρου
επειδή σου έταζε εκείνο τον μεγάλο ζόφο ,τον οποίο αν ξεκλείδωνες
σωστά ,σε ξέβρασε κατευθείαν στην Ακτή του Φωτός. Βαριά βραχιόλια
οι λύπες  και πως να τις κουβαλήσεις, και πως να τις συμπεριλάβεις
στο μεγαλοβδομαδιάτικο μενού. Διότι δεν έφταναν όλα αυτά , είχαμε
και την παρέλαση του Μεγάλου Θανατικού -λέγε με δηλαδή Επιτάφιο.
Και δεν μιλάμε για ότι κι ότι . Μιλάμε για επιτάφιο Φίνος φιλμ. Με
την  ορχήστρα του , και με όλα τα συμπαρομαρτουντα. Αλλά
επειδή  εκείνη την εποχή  οι μύγες μου ήταν βαριές ,και κανένα
σπαθί δεν τις σήκωνε ,έκλεινα τα αυτιά μου σαν καλό άθεο παιδάκι
και επιδιδόμουν το προσφιλές μου σπορ , που λέγεται κλειστό
κύκλωμα. Όπερ σημαίνει, προσευχή στο διάστημα.Και τις προσευχές
ξέρεις :όσο πιο ψηλά τις απευθύνεις ,τόσο πιο μικρά σου επιστρέφονται
τα κομματάκια τους. Αλλά πρέπει να πιστεύεις κάπου ...


(Διάλειμμα για το απαραίτητο τσιγάρο ,κι η πανέμορφη σενεγαλέζα μου ζητάει
να την περιμένουν . Γα την ακρίβεια ,εκλιπαρεί.)

..Ωραία τα γαλλικά . Ταιριάζουν στον έρωτα. Ξυπνάνε μνήμες  που ακόμα
κι αν δεν τις είχες , ακούγοντας τα ,τις αποκτάς. Διότι τα τραγούδια δεν
είναι τίποτα άλλο από συγκαλυμμένες προστατικές . Σου λέει το τραγούδι
να ερωτευτείς  και συ τι  να κάνεις , υπ ακούς. Να , σαν την ηρωίδα μας
που ζητάει να την περιμένουν. Μπορεί για  πάντα ,μπορεί και λίγο περισσότερο
από πάντα , μπορεί και μια αιωνιότητα . Ένας σάκος με αδιάλλακτα μπορεί.
Καλύτερα πάντως  να μην έρθεις .Λέω εγώ. Διότι άμα έρθεις ,μπορεί και να
χω φύγει. Σου λέει. Για όλα φταίνε οι προστατικές. Σ`αυτές τα χρεώνω
όλα. Ο Μπαρτ δεν ξέρω τι γνώμη θα χε για όλα αυτά. Για κάτσε να τον
ρωτήσω . " Για πες μας θείε Ρολάν , τι είναι ένας ερωτευμένος?"
- Ηλίθιο αστόχαστο ,πλάσμα ,δεν ξέρεις ότι  ερωτευμένος είναι
αυτός που περιμένει? Εντάξει θείε το πιάσα το υπονοούμενο
και συνεχίζω. Αλλά εγώ στο μεταξύ ,επειδή μπαίνω πολύ εύκολα
στη θέση του άλλου , θα μπω στη  φωνή της σεναγαλεζας μου
και θα στρογγυλοκαθίσω σε ενα παγκάκι και θα περιμένω πότε
θα περασει  το τραίνο ,αλλα επειδή είμαι και βιαστικός ,και θα
βαρεθώ σύντομα ,μπορεί να μου την δώσει και να παω στη πήγή ,
εκεί που γεννιούνται τα τραίνα , και δεν το θέλω και πολύ  να κάνω
την θεαματική μου την βουτιά. Αλλά δεν θα την κάνω . Γιατί εχω κάνει
μια  προπαραγγελια του καινούργιου σου κόσμου , οπότε να μην βιαστώ.
Να περιμένω. Αλλά να ρθείς. Να μην γεράσεις μέσα στο μυαλό μου.Διότι
αν είναι να σε βάλω σε καροτσάκι  και  να σε σέρνω ,καλύτερα να με ξεχάσεις.
Η να σε ξεχάσω κι εγώ. Να  αλληλοξεχαστούμε βρε παιδί  μου.
Αλλά  το εργο δεν θα ναι νουάρ ,το νιώθω. Μαχαίρια και πριόνια
θα πετάξουν τα μάτια μας  άμα συναντηθούμε ,εντελώς τυχαία φυσικά.
Αλλά  που ξέρεις? Μπορεί μέσα σ`αυτό το τυχαίο , να γεννηθεί
εκείνο το θαύμα που παζαρευουμε , και το ποτάμι του αίματος
να σφραγιστεί επι τόπου. Σαν ενα σφράγισμα στο πιο ανωδυνο του..


(υπάρχει και συνέχεια..)

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

Αναψυκτικά Σχέσεων.



"Κοντυναν οι μίκρυναν  οι μέρες? "αναρωτιέμαι καθώς σηκώνω  τα στόρια να
φωτίσει το δωμάτιο. Πάντα με μπέρδευαν οι αλλαγές.Πόσο μάλλον όταν αυτές
μου επιβάλλονταν με το ζόρι. Αλλά δεν θα τους κάνω το χατήρι να με αποδιοργανώσουν.
Ας χορεψω λίγο ήλιο. Σήμερα το παει και πάλι για κατακλυσμό φωτός.
Ωραία ,θα λουστούμε και σήμερα. Σκέφτομαι. Έπειτα πέφτει το μάτι μου
πάνω σε 3 παρατημένα μπουκαλακια κόκα -κόλα που είναι εδώ και μέρες
στο τραπέζι μου. Ωραίο το τραπέζι μου. Αλλά τα μπουκαλάκια δεν είναι.
Αλλά δεν πρέπει να ανησυχώ.Γιατί όπως οι αϋπνίες ξεθυμαίνουν   τα
ερωτηματικά , έτσι και η κόκα -κόλα ξεθυμαίνει όταν την εγκαταλείπεις.
στην τύχη της για μέρες.Σαν τους ανθρώπους κι αυτή , μην νομίζεις.
Τους αγαπάς στην αρχή , τους φροντίζεις , μετά τους καταβροχθίζεις ,
για το μετά δεν ξέρω. Μπορεί και να τους διαλυεις μέσα στη κόκα-κόλα
για χωνευτικό. Μπορεί όμως να μην κάνεις τίποτα από όλα αυτά . Μπορεί
να κάθεσαι και να κοιτάς. Εσύ και η κόκα -κόλα σου. Εσύ και ο άνθρωπος σου ,
ο κατά δικός σου άνθρωπος . Άμα σ`αγαπάει στο δείχνει . Άμα σ`αγαπάει δεν
ρεύεται μπροστά σου. Στην αρχή. Γιατί μετά ,μπορεί. Όλα μπορεί να τα
κάνει κάποιος άμα συνηθίσει. Ακόμα και να κοιμηθεί με το μπουκάλι
της κόκα -κόλα αγκαλιά. Αντι για μαξιλάρι . Το ταξίδι του αναψυκτικού
είναι πολύ μακρινό ,διασχίζει πνεύμονες , καρδιά ,στομάχι  , κι  είναι
πολύ πιο μακρινό απ`αυτό του ζευγαριού ,που την συνήθεια του
αρνείται πεισματικά να την χωνέψει.


























Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Κλικ ,κλακ.

Φαντάσου τώρα να είσαι πίσω  στο χρόνο ,τόσο πίσω  που όλα τα φαντάσματα  θα μοιάζουν
με κομπάρσοι , και θα κάθεστε στο ίδιο τραπέζι ,και θα φοράτε τον ίδιο σφυγμό ,και  θα
καπνίζετε το ίδιο τσιγάρο ,και θα φοράτε την ίδια μουσική ,και θα μισιοσαστε  με την ίδια
λαχτάρα , μα θα αγαπιόσαστε  κάπου-κάπου ρομαντικά , και θα κλέβετε τις ατάκες σας ,
και θα τις φοράτε για πόζα ζωής , και θα κρύβεστε πίσω από τις λέξεις τους , γιατί μπροστά
θα είναι ο προδότης -βλέμμα και θα σας κατουράει ,και θα μεγαλώνετε , και θα κάνουν
κοιλιά τα όνειρα , και θα γίνονται θηλιά τα θέλω , και δεν θα ξημερώνει Σάββατο ,παρά
μόνο Κυριακή ,κι η Κάλλας θα χει πεθάνει ,και συ αγάπη μου  θα κλαις στα σκαλοπάτια
της εκκλησίας ,και γω δεν θα ρθω  να σε παρηγορήσω , κι αφού δεν ήρθα τώρα δεν θα ρθω
ποτέ ,αγάπη μου ,αγαπένια  ,μα θα συναντηθούμε  μετά από 30 χρόνια , κι όχι η ζωή μας
δεν είναι   τελικά ένας χωρισμός , και δεν θα κλαίμε ,ποτέ ποτέ ποτέ ,ξανά. Και θα κοιταχτούμε
μια μέρα ,μια μέρα που θα βρεθούμε εντελώς  τυχαία στις περαστικές στροφές   μας 
και θα ανταλλαξουμε όλους τους μαύρους κύκλους της λύπης μας ,και θα πούμε τα νέα μας ,
και θα τα φάμε ζεστά -ζεστά στο σπίτι , κι ύστερα θα μου δώσεις το υστερόγραφο του τηλ σου,
και γω θα το βάλω στη κωλοτσεπη ,και το βράδυ που θα γυρίσω στο σπίτι ,θα βάλω πλυντήριο
και θα πλυθεί κι αυτό μαζί με όλα τα βρώμικα , και θα το απλώσω στην αυλή ,και θα ναι
τσαλακωμένο ,και δεν θα βγαίνουν οι αριθμοί ,και θα χαθούμε για μια ακόμη αιωνιότητα ,
και θα τραβήξω ένα μπισκότο από το κουτί  και θα το φάω ,και θα σκεφτώ  λοξά ,και
θα καθίσω σταυροπόδι ,και θα πάρω ένα στυλό και θα γράψω  στο χαρτί κάτι που ήθελα
να σου πω πριν 400 χρόνια ,αγάπη μου ,αγαπένια :ο χρόνος είναι μια μεγάλη παρεξήγηση
κι εμείς ,κακώς του κρατήσαμε  τόσους αιώνα  μούτρα .Ακούς αγάπη μου ? Ακούς.

Σάββατο 10 Μαρτίου 2012

Trust In Me

Η κυρία δίπλα μου δείχνει χαριτωμένη. έχει όλη την καλή  διάθεση να μου μεταδώσει
την μελαγχολία της. Ενδεχομένως και το πανικό της .Κοιτάζει το κινητό της  όπως
θα κοίταζε τον αγαπημένο της. Εμένα πάλι δεν με κοιτάζει .Μικρό το κακό .Έχω
γείρει στο κάθισμα μου σαν κοιμισμένος Βούδας  και προσπαθώ να συγκεντρωθώ
σε έναν ύπνο που δεν έρχεται. Μην σώσεις  και μου κάτσεις ύπνε αλειτούργητε.

Εδώ που τα λέμε  δεν τον χρειάζομαι και τόσο πολύ .Εκείνο που χρειάζομαι
είναι κάτι  που θα με βγάλει από αυτήν  την δεινή θέση του θεατή-επιβάτη.
Τι ρόλος κι αυτός. Για αυτό σιχαίνομαι τα ταξίδια.Με τα λεωφορεία.Ενώ
με τα αεροπλάνα  κάνεις το διδακτορικό σου στους Υψηλούς Φόβους.

Ξέρεις ότι δεν θα γλυτώσεις .Ξέρεις ότι  τα όνειρα σου ,τα όποια όνειρα
θα γίνουν πίσσα και πούπουλα  ,κι άντε μετά να βρεις το μαύρο κουτί
να αναγνωρίσουν τα λάθη σου. Ποια λάθη? Ποιος έκλαψε ? Μάλλον
ο Νίτσε και δεν μου τηλεφώνησε. Παρ`όλα αυτά καμιά μαύρη σκέψη
δεν αφήνω  να με απειλήσει .Την αφήνω πάντα έξω ,εκεί που σου ζυγίζουν
το βάρος  των αποσκευών σου. Κάνεις βέβαια δεν μπαίνει  στη διαδικασία
να ζυγίσει και το βάρος των απωλειών σου. Γιατί μαντάμ μου το κάνετε
αυτό ? Φοβάστε μήπως λυγίσει το μηχάνημα? Μα τι άνθρωποι είναι αυτοί
οι αεροδρομικοί. Εκείνο βέβαια  που υψώνει το φόβο μου ως το τέρμα

------
της αντοχής μου ,είναι η ώρα που περνάς από τον έλεγχο: το βλεπα πάντα
στις ταινίες  και το ζωγράφιζα νοερά  με τα πιο μελανά χρώματα ,αλλά
όταν  το αντίκρισα (την μια και μοναδική φορά που ταξίδεψα) ξέχασα
όλα τα χρώματα  κι εμφανίστηκε μπροστά μου το μαύρο .Μαύρο κι
αραχνο σκοτάδι με τύλιξε ,και μαζί μ`αυτό διάφοροι ψευδοευγεναστατοι
λιμοκοντόροι που απαιτούσαν  να σηκώσω χέρια ψηλά. Σαν τονΧατζηγιάννη

ένα πράγμα ,αλλά στο πιο λυπητερό. Και γω ο αντάρτης υπάκουσα. Μετά





βέβαια  ήταν όλα διαφορετικά ,αφού πέρασα με μεγάλη επιτυχία την πύλη
της κολάσεως ,κι αφού δεν βρέθηκε επάνω μου καμιά σεβαστή ποσότητα
κοκαΐνης ,μπορούσα πλέον να απολαύσω το ταξίδι μου ανεμπόδιστα. Θα
μπορούσε βέβαια να μην  γίνει τίποτα από όλα αυτά ,και να μπω σαν κύριος
στην επιβίβαση. Αλλά οι άνθρωποι είναι καχύποπτοι . Δεν τους έπεισε φαίνεται
το υπόλευκο του δέρματος μου. Η ρομαντική μου φύση . Τα 55678899 βιβλία

που έχω διαβάσει. Ήθελαν διαπιστευτήρια  τα κτήνη . Αλλά εγώ σαν μεγαλόψυχη
ύπαρξη  τους συγχωρεσα ,και στην πρώτη γουλιά κόκκινου κρασιού που μου προσφέρθηκε
τα κάνα όλα στάχτη κι αφέθηκα στη μυσταγωγία του ταξιδιού. Θα μου πεις:σιγά το πράγμα.
Εντάξει,πέστο .Έτσι κι αλλιώς ότι κι αν πεις  δίκιο θα έχεις.


Η βράβευση της Μέριλ  με ενθουσίασε. Περίμενα καρτερικά μέχρι της 7  το πρωί
για να την δω να σηκώνει το χρυσό αγαλματίδιο.Το σήκωσε  το ανερμάτιστο και
μαζί μ`αυτό  την διάθεσή μου .Εκείνο που με κάνει λιώμα στη Μέριλ είναι το γέλιο της:
γέλιο  πλουμιστό ,γάργαρο ,και μέσα απ`αυτό διακρίνεις μικρά-μικρά  σημαδάκια
αταβιστικής πικρίας.Στα σίγουρα γελάει καλύτερα  αυτός που ξέρει να περιμένει.
Έχω ποντάρει  κι εγώ πολλά στην υπομονή μου. Αν είναι να με διαψεύσει ,ας έχει
τουλάχιστον  για μουσική υπόκρουση  το  γέλιο της  Μέριλ. Θα το δεχτώ ασμένως.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2012

je parle de toi

                                                 ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ    Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε χωρίς σταματημό στη Βρέστη εκείνη την ημέρα
Και περπατούσες χαμογελαστή
Χαρούμενη ευτυχισμένη μουσκεμένη
Μέσα στη βροχή
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε χωρίς σταματημό στη Βρέστη
Και σε συνάντησα στην οδό Σιάμ
Χαμογελούσες
Κι εγώ χαμογελούσα
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Εσένα που δεν σε ήξερα
Εσύ που δεν με ήξερες
Θυμήσου
Θυμήσου εκείνη την ημέρα
Μην ξεχνάς
Ένας άντρας προφυλαγόταν κάτω από ένα πρόθυρο
Και φώναξε το όνομά σου
Μπαρμπαρά
Κι έτρεξες προς το μέρος του μέσα στη βροχή
Μουσκεμένη ευτυχισμένη χαρούμενη
Και ρίχτηκες στην αγκαλιά του
Θυμήσου τό Μπαρμπαρά
Και μη μου θυμώνεις αν σου μιλάω στον ενικό
Μιλάω στον ενικό σε όλους όσους αγαπώ
Ακόμα κι αν δεν τους έχω δει παρά μια μόνη φορά
Μιλάω στον ενικό σε όλους όσους αγαπιούνται
Ακόμα κι αν δεν τους ξέρω
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Μην ξεχνάς
Αυτήν την ήρεμη κι ευτυχισμένη βροχή
Πάνω στο ευτυχισμένο πρόσωπό σου
Πάνω σ’ αυτήν την ευτυχισμένη πόλη
Αυτήν τη βροχή πάνω στη θάλασσα
Πάνω απ’ τον ναύσταθμο
Πάνω απ’ το πλοίο τ’ Ουεσάν
Ω Μπαρμπαρά
Τι σαχλαμάρα ο πόλεμος
Τι απέγινες τώρα
Μέσα σ’ αυτή τη βροχή σίδερου
Φωτιάς ατσαλιού και αίματος
Κι αυτός που σ’ έσφιγγε στην αγκαλιά του
Ερωτευμένα
Μήπως είναι νεκρός εξαφανισμένος ή ακόμα ακόμα ζωντανός
Ω Μπαρμπαρά
Βρέχει χωρίς σταματημό στη Βρέστη
Όπως έβρεχε πριν
Αλλά δεν είναι το ίδιο κι όλα καταστράφηκαν
Είναι μια πένθιμη βροχή τρομερή και λυπητερή
Δεν είναι πια η καταιγίδα
Φωτιάς ατσαλιού αίματος
Απλών νεφελωμάτων
Που ψοφάνε σαν τα σκυλιά
Σκυλιά που εξαφανίζονται
Στα νερά της Βρέστης
Και πάνε να σαπίσουν μακριά
Μακριά πολύ μακριά απ΄ τη Βρέστη
Που απ’ αυτήν δεν μένει πια τίποτα.

Διαβάζω αυτό το ποίημα στον αδελφό  μου. Τι με κοιτάζεις έτσι ? Ζακ Πρεβέρ είναι
δεν θα ραγίσεις καθόλου? Από τι φαίνεται μάλλον όχι. Δεν πειράζει αδελφός μου είσαι
δεν θα χαλάσουμε τις καρδιές μας.Νομίζουμε ότι  η καρδιά είναι   είναι ένα όργανο που
απλά  υπάρχει για να μετράει χτύπους .Δηλαδή οι άλλοι το νομίζουν ,γιατί εγώ δεν.
Εσύ όμως είσαι αδελφός μου και στο αδελφικό σύμπαν  όλα συγχωρούνται. Ακόμα
και τα ποιήματα  που δεν είναι για να καταλάβουμε ,απλώς πρωτίστως για να   τα
νιώθουμε. Αλλά εσύ νιώθεις εμένα ,αλλά όχι τα ποιήματα που με περιβάλλουν.

Με ρωτάς γιατί σου το διάβασα .Τι να σου εξηγώ  τώρα .Για ποιους ενικούς
και σε ποια θάλασσα βούλιαζα. Τι σημασία έχει.Όλα τα ναυάγια νεκρούς
περισυλλεγουν. Βέβαια δεν χρειάζεται να έχεις καταπιεί Τιτανικούς  για να
μιλήσεις για την υφή του νερού , η για το πως νιώθεις όταν πνίγεσαι. Ο καθένας
τον πνιγμό του αλλιώς τον εννοεί. Θυμάσαι όταν ήμασταν παιδιά  που ερχόμουν
στη θάλασσα για να σε βρω  για να διαπιστώσω αν έχεις πνιγεί? Δεν μπορεί
θα το θυμάσαι. Δεν το ευχόμουν χαζό ,το φοβόμουν. Αλλά άμα φοβάσαι κάτι

είναι σαν να το εύχεσαι. Έτσι είναι: όλα τα πράγματα που φοβηθήκαμε στο
τέλος τα λουστήκαμε.Εντάξει δεν πνίγηκες κυριολεκτικά ,αλλά μεταφορικά
το αλάτισες  το είναι σου ως την άκρη του.Είσαι καλά τώρα ,σχετικά καλά,
αν εξαιρέσεις  τα κάτασπρα μαλλιά σου  και το σπασμένο πρόσωπο σου.

Με ρωτάς  και μένα αν είμαι  καλά .Σου φαίνομαι πολύ αδύνατος ,όχι εγώ
δεν πνίγηκα ,τουλάχιστον  απ`έξω μου ,γιατί από μέσα μου  ξεχειλίζει το νερό.
Μην κοιτάς που δεν φαίνεται ,τίποτα από μένα δε φαίνεται ,αν δεν θέλω εγώ να
δεις.Από περηφάνια περισσότερο  και λιγότερο από ντροπή ,και η ντροπή είναι
ένα συναίσθημα , που αν θες να ξέρεις ,  σε κάνει να αισθάνεσαι λιγότερο μουράτος
λιγότερο ακατάστατος , λιγότερο τιποτένιος.Οι άλλοι δεν χρειάζεται να σου πουν
τίποτα.Αρκεί που το ξέρεις εσύ ,αρκεί που το χεις συλλάβει  και μπορείς να το πεις.

Η μυστικοπάθεια στην οικογένεια μας  ήταν κάτι το χαρακτηριστικό .Λέω ήταν
και δεν λέω είναι. Τα πράγματα αλλάζουν για να διαρκούν ,γιατί ίδια παραμένουν
πάντα. Πόσα "πάντα" δεν σκοτώσαμε. Πόσα "για πάντα" μέσα μας σταυρώσαμε.
Τους φίλους μας ,τους έρωτες μας ,και πάνω από όλα εμάς τους ίδιους. Ωραία η
διανομή ,δεν λέω, αλλά θα μπορούσε το εργο να παιχτεί  και με καλύτερους όρους.

Αλλά που να γυρίσεις τώρα πίσω , και ποιόν να λυπηθείς. Ξέρεις η λύπη είναι
περίεργο συναίσθημα ,ακατάλληλο οπωσδήποτε ,για ερωτικούς γκρεμούς. Όταν
λυπάσαι κάποιον ξέρεις ότι είναι κάτω από σένα .Η αυτολύπηση βέβαια είναι
χειρότερη γιατί σε καθιστά εκούσιο θύμα ,αλλά τι σου λέω τώρα  που δεν σου
χω  ξαναπεί. Κοιτάζω τώρα το νύχι σου στο μεγάλο πόδι .Έχει μεγαλώσει πολύ.

Κι ο μπαμπάς είχε ένα ίδιο , και σκέφτομαι , για φαντάσου ,ποια γονίδια ,ποια
μιμίδια , είμαστε φτυστοί οι πατεράδες μας και οι μανάδες μας. Εσυ δεν είσαι που
λες ,πως η οικογένεια είναι  ένα ενυδρείο  όπου κατοικούν μέσα του σκυλόψαρα
που άμα βάλεις το χέρι σου μέσα θα σε κατασπαράξουν , το λες  και το τονίζεις
αλλά η συναισθηματική ορθογραφία κάπου χάνει  το δίκιο της όταν τονίζεται
πάνω στα αίματα.Άλλωστε χέρι είναι ,θα γιάνει ,το άλλο , το καλό αυτό που
τονίζεται η καρδιά και διορθώνει τα σφάλματα της ,αυτό το κρατάς γερό  και
προχωράς ,και καμιά φορά ζητάς  και  συγνώμη .κυρίως από σένα ,κυρίως

για όσα πράγματα δεν ειπώθηκαν  στην ώρα τους , γιατί τι νομίζεις ότι είμαστε,
θυμωμένες λέξεις  τις όποιες τις φορτώνουμε σε λάθος παραλήπτη , γιατί  ο σωστός
πάει ,έκανε φτερά , και που να τον ψάξεις. Για αυτό σου λέω: να φταίω θέλω.
Εσύ να μην φταις , εσύ μόνο το νύχι σου να κόψεις   ,κι όλα θα διορθωθούν.