Κάθε φορά που βγάζω άφθες σκέφτομαι τον Σ. Είναι ο σωτήρας μου.Ο επίγειος Άγγελος μου. Αυτός ο άνθρωπος με χει σώσει από πολύ μεγάλους μπελάδες. Για χάρη του έφτασε ολόκληρη οδοντιατρική σχολή να ασχολείται μαζί μου, ο δε Μεγάλος Καθηγητής έσκυψε από πάνω μου
με περίσκεψη κι αγάπη για να λύσει το μεγάλο όσο και δυσεπίλυτο πρόβλημα: οι ακατανόητες
άφθες μου που δεν έλεγαν να σταματήσουν. Επέμεναν σαν ζαβολιάρικα παιδιά να με
ταλαιπωρούν, κι όσο ταλαιπωρούσαν εμένα, άλλο τόσο ταλαιπωρούσαν και τον δύσμοιρο Καθηγητή που δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν λένε να υποχωρήσουν, παρ όλη την αγάπη του.
Μα και η φαρμακευτική του αγωγή δεν πήγαινε πίσω: είχε αγάπη, αλλά δεν είχε αποτέλεσμα.
Έτσι ο καιρός περνούσε πονώντας και ματαιοπονωντας ταυτόχρονα, αλλά τα πράγματα χειροτέρεψαν
και τα ούλα μολύνθηκαν κι άγνωστο γιατί, υποχώρησαν. Όχι όλα: κάποια από αυτά. Ο Κύριος
Καθηγητής μας τότε πανικοβλήθηκε. Σου λέει τι συμβαίνει, εγώ έχω δώσει την μισή μου ζωή στο
να προσπαθώ να βρω μια λύση, και που πάντα βρίσκω, κι έρχονται αυτές οι κωλοάφθες και μου κάνουν την ζωή κόλαση. Ξαφνικά έγινα ένα πολύ καλό πειραματόζωο. Κάθε τρεις και λίγο ανέβαινα
τη σκάλα και την καρέκλα της σχολής, και πλήθος εκκολαπτόμενα μαθητού δια έσκυβαν από πάνω μου, με την συμβολή πάντα του Κυρίου Καθηγητή, κι ανίχνευαν το υπό κατάρρευσην στόμα μου.
O Σ. ήταν ανήσυχος. δεν πάμε καλά, μου είπε. Κι εγώ συμφωνούσα. Δεν πάμε καθόλου καλά. Κυριολεκτικά όμως. Κάποια στιγμή το ούλο υποχώρησε κι έπρεπε να μπει νυστέρι:τα όργανα
άρχισαν να βαράνε άγρια. ¨η μουν πια ένας ζωντανός εφιάλτης στην οδοντιατρική σχολή. Ίσως
να γινόμουν λήμμα στα πρακτικά τους, η το επίσημο θέμα για την πρακτική τούς: ξανθός ύποπτος
γενικά για όλα, κι ανυποψίαστος καλλιτέχνης μας έχει τσακίσει τα νεύρα με τις ηλίθιες κωλοάφθες
του. Ας ψοφήσει πια, η ας το πάρει απόφαση ότι δεν θεραπεύεται διότι ό ίδιος είναι από μόνος του
μια αθεράπευτη νόσος οπότε μπορεί να πάει στον γέρο Διάολο, να ησυχάσει κι αυτός και μεις μαζί του. Και μάλλον εισακούστηκαν οι ευχές τους η οι κατάρες τους και το χειρουργείο επετεύχθη.
Με μαστούρωσαν κανονικά, μου ξεχείλωσαν τα ούλα και προσπάθησαν να μου τα ξαναβάλουν
στην θέση τους. Φυσικά πάντα υπό τα τρομαγμένα βλέμματα των φοιτητών, γιατί ο Καθηγητής ήξερε.
Το είχε που λένε που λένε ο άνθρωπος, και δεν αγχωνόταν. Ο μόνος που αγχωνόταν ήταν ο Σ που ήταν κι αυτός παρών στην εγχείρηση, και κάτι μου λέγε με το βλέμμα του πως κάτι από όλη απ' αυτή
την παράσταση δεν τον έπειθε. Ειδικά όταν ήρθε η ώρα για μου κλείσουν το τραύμα, τοποθετώντας
μου πάνω στο ούλο ένα είδος τσίχλας, τότε είναι που είδα ένα πέπλο τρόμου να τον κυκλώνει.
Στο δρόμο: δεν θέλω να σε πικράνω, αλλά πάμε για μεγάλη καταστροφή. Κι όντως πήγαμε. Η τσίχλα
αποδείχτηκε Μπινγκ Μπάμπολ κι εξερράγη θεαματικά στο πρώτο κομμάτι κοτόπουλου, κοινώς το ούλο
επανήλθε, αν όχι στην ίδια θέση, σε μια παραπλήσια, αλλά στο πιο ικανοποιητικό. Οι άφθες όμως δεν με εγκατέλειψαν. Με ένα είδος καρτερίας μου 'εδειχναν να καταλάβω πως κάτι άσχημο
είχε συμβεί στην προηγούμενη ζωή μου. Τις έπαιρνα πια σαν σημάδι. Ίσως αυτή η γλώσσα, αυτή
η πολύ μακρυά γλώσσα να ήταν πολύ πιο μακρυά στην προηγούμενη ζωή μου, κι έπρεπε με κάποιο τρόπο να αποκατασταθεί η ζημιά: σου λέει αφού έχει τέτοιο βρωμόστομα το κωλόπαιδο, δώστου εκεί
5 κιλά άφθες για να μάθει να πορεύεται που μας πουλάει ανετίλα και διάφορες φιλοσοφικές
φιοριτούρες περί Κούντερα και Μούζιλ. Τιμωρήσετε τον κύριο, και φαίνεται πως τιμωρήθηκα
παραδειγματικά, σε σημείο να σκέφτομαι σοβαρά για το αν θα έπρεπε να ξαναμιλήσω η αν πρέπει
να υπάρχω γενικά. Να μην τα πολυλογώ, διότι ήρθε η αποφράς μέρα που έπρεπε να παρουσιαστώ
μπροστά στα άγρυπνα μάτια του Κυρίου Καθηγητή για την ετυμηγορία, τουτέστιν έπρεπε να ξεκολλήσει την τσίχλα και να δει τα αποτελέσματα που όλοι ξέραμε πώς ηταν τραγελαφικά. Αλλά
δεν το λέγαμε. Το αφήναμε να χει σασπένς, έτσι για το ονορέ του πράγματος. Και το ξεκόλλησε
λοιπόν ο δύσμοιρος Καθηγητάκος αυτόν τον λαπά που έμοιαζε με επούλωση και τον έπιασε μια
λύπη σαν θυμό που λέει και το τραγούδι, που λίγο έλειψε να τον αγκαλιάσω, κοινώς πήγαμε άκαπνοι
αλλά δεν βαριέσαι: την είχαμε ρίξει τη ζαριά.\
και για την ανεκδοτολογία:μετά από λίγο καιρό οι άφθες μου υποχώρησαν, όχι χάρις τον Κύριο
Καθηγητή, αλλά χάρις την επινοητικότητα του Σ. "Θα σου πω εγώ τι έχεις" μου είπε μια μέρα
ξαφνικά:σου λείπει σίδηρος και βιταμίνη12, δηλαδή τι σου λείπει; έχει αδειάσει εντελώς το μαγαζί,
απορώ κιόλας πως ζεις με τόση αβιταμίνωση. Κι έτσι έγινε και σώθηκα. Κι έκανα και μια εξέταση
για το αίμα που έδειξε μαζικό όλεθρο και σε σύντομο χρονικό διάστημα επανήλθα. Από τότε, κάθε
φορά που μου χτυπάει η πόρτα το κακό, δηλαδή οι άφθες, χαπακώνομαι μέχρι απελπισίας, με μία
διάθεση απίστευτης χαζοβιόλιασης όσο και συντετριμμένης ευγνωμοσύνης. Να σαι καλά Σ, κι ας μην σε βλέπω,κι ας μην σε απαντώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου