Η παραπάνω φωτογραφία θα μπορούσε να παραπέμπει σ`αυτό το
τραγούδι. Το αποτέλεσμα
όμως θα μας γεμίσει με πολλά σύννεφα κι απορίες.Μάλλον θα ανήκει σ`αυτά τα αλλοπαρμένα
όνειρα που με συνεπαίρνουν.Όχι δεν θα σου πω τι όνειρο είδα πάλι. Μετά ,ίσως μετά.
Τώρα να σου μιλήσω για τούτο εδώ το καλοκαίρι . Η μάλλον καλύτερα να σου μιλήσω
για ένα μακρινό: Τα κοντινά δεν τα βλέπεις καλά λόγω απόστασης. Στα μακρινά λοιπόν
να στοχεύσουμε για περισσότερη ορατότητα.Τα κοντινά ίσως αύριο,ίσως ποτέ.
Πάντως όλα τα καλοκαίρια μου έχουν αιχμαλωτιστεί με αναμονές,κι ιδιαίτερα το καλοκαίρι του 98.
Αλλά για αυτό είναι αναμονές: για να διαλύουν και να σε καταρρακώνουν.Αλλά εκείνο
είχε σφραγιστεί από έναν πολύ μεγάλο έρωτα ,έναν έρωτα που με έκανε να μάθω
μέσα σε 15 ημέρες (τρόπος του λέγειν) γαλλικά.Και εδώ έρχεται η αντιφατική όσο
και ψευδέστατη προσωπικότητα του γράφοντος, να αναιρέσει τα όσα είχα γράψει στο προηγούμενο
μου κείμενο για τα ερωτικά γράμματα:δυστυχώς έχω γράψει 4 στον αριθμό ,κι όλα γραμμένα
εις αψογην τσαπατσουλικήν και βιαστική γλώσσα.Την δική μου γλώσσα.Αν βάζαμε λεζάντα μάλιστα
σε κείνη την γλώσσα ίσως αυτή να έγραφε: Ο Τάκης σκέφτεται ελληνικά , και γράφει ότι να ναι.
Η πλοήγηση μου και η καθοδήγηση μου φυσικά από τα λεξικά. Μιλάμε για μεγαλεία.
Έπαιρνα ας πούμε την φράση "θέλω τόσο πολύ να δω "και την μεταφραζα ακριβώς όπως
είναι στα γαλλικά, με αποτέλεσμα ,το όποιο αποτέλεσμα , να είναι λιγάκι κωμικοτραγικό.
Τουλάχιστον για τον παραλήπτη. Γιατί για μένα ήταν μια τραγωδία.Επέζησα όμως
της τραγωδίας ,με σοβαρά παθήματα αλλά και με πολύ σοβαρότερα μαθήματα.
Κι αν έμαθα κάτι από αυτήν την ιστορία είναι πως όσα λέγονται για τον έρωτα
είναι απολύτως ακριβή ,και πως όταν ο έρωτας είναι έρωτας ,είναι ιστορία για φόβο
και για τρόμο.Όχι πως δεν το υποψιαζόμουν ,άλλα ,σε εκείνη την ιστορία επιβεβαιώθηκαν
όλα τα προγνωστικά που λένε για τις απώλειες και τα λοιπά τραύματα. Βέβαια οι ασκοί
θα ξαναανοιγαν 2 χρόνια αργότερα πάλι- αυτή την φορά με πιο βίαιο τρόπο αλλά
τουλάχιστον είχα την εμπειρία και την γνώση και έτσι πέθανα αξιοπρεπώς.
Χρόνια αργότερα , κι αφού είχα επιζήσει του γαλλικού έρωτα μου ,ο Α βρήκε μια φωτογραφία
καθώς σερφαρε ,της τότε αγάπης με την τωρινή μορφή του:οι αλλοιώσεις ήταν τόσο φανερές
τόσο δυσβάσταχτα ανυπόφορες ,που είχα την αίσθηση πως κοιτούσα κάτι άλλο απ`αυτό που
γνώρισα. " Ο πιο βασανιστικός τρόπος για να θυμάσαι είναι να προσποιείσαι ότι ξέχασες"
Δεν προσποιηθηκα ότι ξέχασα ,αλλά θα μου ήταν αδύνατον να ανέβω πάλι σε κείνο το πλοίο.
Και για τους 2 μας. Φαντάζομαι.
Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι το έβγαλα καθισμένος πάνω σε μια μπορντό πολυθρόνα μπαμπού
η οποία πολυθρόνα με ακολουθούσε σε όλες τις μετακομίσεις που έκανα όλα αυτά τα χρόνια.
Ώσπου πριν 2 χρόνια πήρα την μεγάλη απόφαση να την βγάλω από την ζωή μου. Ήταν ένα
διαζύγιο συναινετικό . Νομίζω και η ίδια με κοίταζε πλέον με κούραση. Ήταν σαν μου έλεγε
"Δεν σ`αντέχω άλλο . Πέταξε με" Πριν την πετάξω όμως ήπιαμε μαζί τον τελευταίο μας καφέ:
Τ: Πως νιώθεις τώρα που σε πετάω?
Π: Πως να νιώθω ? Αγαλλίαση. Επιτέλους θα κλάψει και κανένας άλλος άνθρωπος πάνω μου.
Τ:Γιατί έχεις παράπονο ? Εγώ δεν έκλαιγα τόσο ωραία?Δεν θυμάσαι πως τρανταζόμουν από
τους λυγμούς? Είσαι αχάριστη. Τόσο ωραία κλάματα δεν πρόκειται να ξαναβρείς.
Π:Η αλήθεια είναι πως δεν θα ξαναβρώ.Αλλά βρε παιδάκι μου:λίγο ρέγουλα με το κλάμα.
Τι πράγμα είναι αυτό μαζί σου.Δεν ήξερα πως να σε παρηγορήσω. Και σου έλεγα: πάρε
μια τηλεόραση να είσαι σαν όλους τους άλλους. Τίποτα εσύ. Χαμπάρι δεν έπαιρνες.
Στο κόσμο σου . Με την Κική Δημουλά ,και τον Μισέλ Τουρνιέ. Και καλά ο Τουρνιέ
τον ψιλοκατάπινα ,αυτή η Δημουλά τι πράγμα είναι? Μαύρισε η ψύχη μου με κείνους
τους ενικούς αριθμούς και τα πληθυντικά πάθη. Να το ξέρεις ,αυτά πρέπει να κάναν την ζημιά.
Αντί να φορέσεις το στενό σου το Τζην και να βγεις έξω να χαρείς λίγο ,εσύ προτίμησες
να παίζεις τον Ριχάρδο τον Τρίτο.Μα είναι ζωή αυτή που ζούσες,όχι τίποτα άλλο πήρες
και μένα στο λαιμό σου με όλες αυτές τις αηδίες κι άρχισαν στο τέλος να μ`αρέσουν.
Τ:Είναι η αντίδραση πάνω στο φυσιολογικό.Άλλωστε μην νομίζεις: και τους έρωτες μου
έζησα ,και τις βόλτες μου ανάμεσα στο κόσμο έκανα.Αλλά ότι και να κάνα επέστρεφα
με φόρα πάνω στο βελουδένιο μαξιλάρι σου. Ήσουν τόσο απαλή ,τόσο δεκτική,ετοιμη
να απορροφήσει ολη αυτη την μοναξιά που οι αλλοι μου είχαν μεταδώσει .Γύριζα πίσω
και ηξερα πως η αγκαλιά σου,η βαθιά αυτή αγκαλιά, ηταν ετοιμη να με στέρξει.
Π:Η αλήθεια να λέγεται. Εγώ μόνο σε έστερξα. Και η τιμωρία μου ήταν να γίνω κουλτουριαρα.
Τ:Καμιά καλή πράξη όμως δεν μένει ατιμώρητη. Αλλά τώρα που θα φύγεις νομίζω ότι θα ξεμάθεις
από όλα αυτά. Έχω την αίσθηση πως ο νέος σου ιδιοκτήτης θα σου μιλάει για πιο καθημερινά
πράγματα.Ισως πάλι γίνεις φωλιά για να κοιμούνται σκύλοι.
Π: Α όχι αυτό δεν το δέχομαι. Ότι άλλο πες μου εκτός απ`αυτό.Εγώ ονειρεύομαι παραλίες
και κόκα κολες με λίγα λιπαρά ,γιατί με τόσους καφέδες πετιμέζι που με πότισες τόσα χρόνια
με καν ες να μοιάζω τετράπαχη. Αλλά θα αδυνατίσω να το ξέρεις. Να δεις που το υπόλοιπο
του βίου μου θα ζήσω σε μια βεράντα εξοχικού.Έχω πεθυμήσει θάλασσα.Να πέφτει νερό
πάνω μου και να τσακίζομαι. Κι ας κοιμούνται πάνω μου γέροι. Φτάνει να βλέπω θάλασσα
και να ονειρεύομαι.Αλλά βλέπεις τι μου κάνεις? Με δηλητηριασες και μιλάω σαν και σένα.
Τ:"Ακόμα και οι πολυθρόνες το γνωρίζουν πως όποιος ονειρεύεται δονείται:αλλά υπάρχουν
όνειρα που σε πετάνε χάμω.Δημουλά"
Π: Να τη πάλι η τρελή.Κι έλεγα πότε θα ακούσω το ονοματάκι της..
Τ:Δεν πρέπει να έχεις παράπονο. Τα τελευταία χρόνια την αναφέρω όλο και λιγότερο..
Π: Ναι το χω προσέξει αυτό..Ισως επειδή σιγά έπαψες πια να απανθρωπίζεσαι και
αποφάσισες να γίνεις φυσιολογικός..
Τ:Μην με βρίζεις τώρα. Το φυσιολογικό μου φέρνει τρόμο.Μου θυμίζει μεγάλες κοιλιές
κι απέραντο κενό μπροστά στην τηλεόραση.Μπάτσα.
Π:Αχ καήμενε μου δεν πρόκειται να αλλάξεις ποτέ. Πάντα θα είσαι ψώνιο και θα πρέπει
να το δεχτείς..
Δεν είπα τίποτα.Ισως επειδή ήξερα πως έχει δίκιο. Υψώσαμε τότε τα φλυτζάνια του καφέ
για τελευταία φορά. "Στην υγειά σου. Χάρηκα που σε γνώρισα.- Και γω χάρηκα που σε γνώρισα.
Υστέρα την πήρα αγκαλιά για τελευταία φορά. Μου φάνηκε πως είχε παχύνει όντως.
Πρόσεξα κι ένα μεγάλο λεκέ στο βάθος του καλύμματος. Καφές πρέπει να ταν. Περίεργο.
Με τόσα πλυσίματα και δεν έλεγε πια να φύγει. Άνοιξα την πόρτα. Αμίλητος.Το ίδιο
κι αυτή. Ήταν μεσημέρι.Ο ήλιος έκαιγε. Η Αθήνα άδεια. Όλοι κολυμπούσαν. Την άφησα
σε μια άκρη του δρόμου για να είμαι σίγουρος ότι σε λίγα λεπτά θα γινόταν Η Μεγάλη Αρπαγή.
Για τελευταία φορά κοίταξα το μαξιλάρι της. "Πως νιώθεις? της είπα "Υπέροχα μου απάντησε εκείνη
χωρίς κανένα δισταγμό.Φυσικά δεν την πίστεψα. Ήξερα εκ πείρας πως να κρύβεις τα συναισθήματα σου μπροστά στους μεγάλους αποχαιρετισμούς. Της το χα μεταδώσει. Ήξερε απ `έξω το ποίημα.
Παρότι πολυθρόνα , ήταν γεννημένη ψεύτρα.Σαν τον μπαμπά της. Την άφησα απαλά
στην γωνία κι έφυγα σφαίρα. Τότε την άκουσα να μου λέει ψιθυριστά 'να με θυμάσαι
αλήτη που και που"Δεν γύρισα πίσω να κοιτάξω.Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και
συνέχισα τον καφέ μου. Μετά από 5 λεπτά δεν άντεξα και βγήκα έξω για να δω τι απέγινε.
Είχε κάνει φυσικά φτερά.