Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014

Εδέμ.



Αν μου λεγες πριν ένα χρόνο, φαντάσου τον ευατό σου να ξεριζώνεται απ`το σπίτι του, και να
επιστρέφει μετά από 500 χρόνια, το σίγουρο θα ήταν πως θα σε λέγα τρελό. Βλέπεις, οι άνθρωποι
της συνήθειας, αρνούνται πεισματικά να νιώσουν οικία πέρα από εκεί που τους τάζει η πλήξη τους.
Και συ, σαν άνθρωπος  της συνήθειας, ξέρω πως με καταλαβαίνεις. Αλίμονο σε όποιον  τολμήσει

και σε βγάλει  από το γλυκό σου οικοσύστημα. Να, τώρα σε φαντάζομαι, πρωί-πρωί, να έχεις
ετοιμάσει το καφεδάκο σου και να απλώνεις τον ναργιλέ σου στο διαδίχτυ. Είναι όμορφα. Πάντα
είναι όμορφα όταν έχεις διαλέξει τι πρόσωπο θα φορέσει η σιωπή σου. Τώρα που σου μιλάω ακούω

τα πουλάκια τα πρωινά. Λοιπόν, αυτά τα σκασμένα, πρέπει να υφαίνουν τραγούδια με το κελάηδισμα
τους. Ξέρω κάποιον που είναι μουσικός και αποκρυπτογραφεί τα τιτιβίσματα  τους, κάνοντας τα
τραγούδια. Εγώ πάλι μόνο τις σιωπές μέσα από το βλέμμα των άλλων μπορώ, αλλά δεν παίρνω  κι όρκο. Ένα χρόνο, φυτεμένος μέσα  το νησί είναι λογικό να ξεμάθω. Αλλά κάτι μου λέει πως θα ξαναβρώ τον δρόμο μου. Που είμαι, τι κάνω, που ζω. Ένα χρόνο εδώ στο Νησί, κι ακόμα να το
μάθω." μπορεί να ζήσεις για πάρα πολύ καιρό, αλλά ποτέ δεν θα μάθες από που ήρθε η Ζωή. Είδες
αυτά που ΄ηθελες να δεις. Περπατάς και κοιτάς προς τα πίσω βλέποντας τις αναμνήσεις να ξεθωριάζουν και να πεθαίνουν" Κοίτα τώρα τι ζημιά μπορεί να σου κάνουν τα γαμωβιβλία. Λες,
θα διαβάσω κάτι για να ξεχαστώ, κι έρχεται  η ανελέητη  ατάκα του συγγραφέα και σου λερώνει


όλο τον προορισμό σου. Άντε μετά  απ`αυτό να βρεις  το κουράγιο να αυτοπροσδιοριστείς.
Αλλά από την άλλη " η μόνη τίμια αντίδραση απέναντι στη ζωή είναι να τρέχεις έχοντας
επίγνωση της γελοιότητας του παιχνιδιού" Αρα δε με παίρνει  για χειρουργείο. Το πολύ-πολύ
να καπνίσω κανά τσιγάρο παραπάνω, κι αυτό μην  φανταστείς,  με τον παλιό ζήλο. Σαν να μου
τελειώνουν τα πράγματα, σαν να τα κηδεύω χωρίς να με πολυνοιάζει. Ο θάνατος είναι υπομονή

και γω που παριστάνω πως δεν με καίει με πιάνω κάτι βράδια να φτιάχνω κάτι σπέσιαλ
μονολόγους μ`αυτούς που φύγαν, και δεν εννοώ πάντα τους νεκρούς, αλλά μετά αρχίζει
να σφυρίζει στα αυτιά μου αυτό , και λέω, όχι ρε, να πάτε να γαμηθεί τε, δεν είναι δυνατόν
να περνάς όλη σου τη ζωή μαδώντας πούπουλα απλώνοντας τα πάνω στην μαύρη πίσσα
του μυαλού σου. Έχω καλύτερα  πράγματα να κάνω. Κι έτσι κατεβαίνω στο λιμάνι κι αγναντεύω

τα κύματα. Έχει γλυκάνει πολύ ο καιρός. Μοιάζει με καλοκαίρι, αλλά δεν είναι η τουλάχιστον
δεν είναι ακόμα. Τα ζευγάράκια εδώ θεριεύουν το βράδυ στα παγκάκια. Τι καταλαβαίνουν ο ένας
για τον άλλο, ούτε που το ξέρω. Τι όρκους αγάπης να ανταλλάσσουν άραγε που δεν θα κρατήσουν.
Ένα απ`αυτά τα ζευγαράκια,ο  άντρας ειδικά, μου πλάνταξε την καρδιά: είχε χωθεί στην αγκαλιά

της κοπέλας του και κυριολεκτικά πλάνταξε στο κλάμα. Μην μ`αφήνεις, της έλεγε, μην μ`αφήνεις.
και κείνη η άσπλαχνη, τίποτα, ασυγκίνητη, μα ούτε ένα δάκρυ να μην στάξει; σαν να μην την αφορούσε. Έτσι μου ρθε να την βουτήξω απ`το μαλλί "Είσαι ηλίθια παιδάκι μου; ήμουν έτοιμος
να της πω, αλλά σκέφθηκα, τι ψάχνεις. να βρεις στα ξένα βάσανα, δεν σου φτάνουν τα  δικά σου;


Στα παγκάκια πάντως μαθαίνεις, κάτι αξεδιάλυτο που λένε, αλλά μαθαίνεις. Έρχονται ας πούμε τύποι
απ`το πουθενά και σου συστήνονται. Άρης, σου λένε. Τι κάνετε. Να το χαίρεσαι λεβέντη μου
το όνομα σου, που αν δεν κάνω λάθος, ο αρης σημαίνει δυστυχία. Εκ του Αρος αν έχεις ακουστά.
Αρα την πούτσισες και μην τον κάνεις θέμα γιατί θα πονέσουμε και οι 2. Καλό παιδί ο αρης κι
οντως δεν το κάνει θέμα, απλώς ρωτάει  τι ρόλο μου εχει αναθέσει  η ζωή. Ακου τώρα ερώτηση.

Πονηρός στο βάθος ο Άρης. Με κόψε για κομάντος με ειδικότητα στο να φέρνω σε πέρας όλα
τα συναισθηματικά Βιετνάμ του κόσμου, και σου λέει, κάτσε να του αναθέσω ρόλο. Αλλά δεν
του κάνω τη χάρη. Άσε ρε Άρη, του λέω, δεν περισσεύει σάλιο από υπομονή, άντε στο καλό
γιατί εμένα που με βλέπεις άμα ταραχτώ πολύ τα κάνω όλα λαμπόγιαλο.Μην κοιτάς που δεν μου
φαίνεται. Έχω τους τρόπους  μου εγώ και σου πετάω το μαχαίρι εκεί που δεν το περιμένεις.

Η ν. μια κοπέλα που γνώρισα εδώ μου λέει πάντως ότι μου παει το Νησί. Μου βγάζει μια
ηρεμία .Να δεις μου λέει πως θα φύγεις ερωτευμένος από δω. Η μπορεί  και να μην φύγεις
Θα φύγω. Δεν είμαι εγώ για αποκλεισμούς. Άλλωστε όπου να ναι τελειώνει η αποστολή μου.
Να το πιστεύω άραγε ; Από την άλλη, όταν έχεις μείνει τόσο καιρό αδρανής, ένα βουνό από

παράπονα σκαρφαλώνουν πάνω σου απειλώντας να σε πνίξουν: που πήγες, που ξεχαστηκες,
πως άφησες να σου ξεφύγουν τόσα χρόνια. Κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Περπατάω στα
σκοτεινά σοκάκια του νησιού παριστάνοντας τον τουρίστα φορώντας για πανοπλία τα ακουστικά
αψηφώντας όλες τις μαλακίσμενες σκέψεις. Καλά θα ήταν να ήσουν εδώ. Θα τα ξέρες όλα. Θα
μου λεγες που να προσέξω. Εγώ θα σε έβριζα. Γιατί θα είχες δίκιο. η μπορεί και να μην είχες
και να τα κατασκεύαζα όλα, μόνο και μόνο για να σου δώσω ρόλο ισχυρό. Ένα ρόλο νταντάς

της σκέψης μου, λίγο παραπάνω από το κανονικό. Μόνο και μόνο για να έχω τη χαρά να κλέβω
τζούρες  από τη δική σου σκέψη. κι ας είναι λιγότερο αποτελεσματική από τη δικιά μου.  Τα
βράδια θα κατεβαίναμε στη παραλία και θα μιλάγαμε ως το πρωί. Μια ηλιόλουστη τυρκουάζ
ευτυχία  τότε θα μας τύλιγε και θα ήμασταν ευχαριστημένοι που δεν είπαμε ψέματα  Εκτός απ`
αυτά που θα χα με επινοήσει για να μην πληγωθούμε. Κατά τα άλλα,θα αγαπιόμαστε. Κι ίσως
μ`αυτά και με κάτι άλλα που θα χάμε κατασκευάσει θα μέναμε για πάντα στο Νησί. Σαν ναυαγοί

που ήταν γραφτό να βυθιστούν στην ίδια ξέρα. Σαν να είμαστε ισόβια ερωτευμένοι και ευτυχείς.
Πες μου τώρα ποιός θα μπεί εμπόδιο στο όνειρο να τον διαμερισματοποιήσω. Το ονομα του και
ενα μκρό περίστροφο.Τα υπόλοιπα αφησέ τα πάνω μου.



.


















Τρίτη 1 Απριλίου 2014


Πάντα αγαπούσα τους ανθρώπους που μέσα στην κάθε τους εξάρτηση, έβλεπαν και την
απόρριψη της, αλλά πιο πολύ αγάπησα αυτούς που έλιωσαν μέσα σ`αυτήν, για να μην
παραδεχτούν πως ήταν φταίχτες.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Παλιές εκόνες, ωραίες.

Τις ματαιώσεις τις έπαιρνα πάντα για αναβολές.
Έκοβα τους ελέφαντες μικρές μικρές μπουκιές για να κατέβουν.

Στη ζωή μου χόρτασα από πράγματα που δεν έγιναν·
χιλιόμετρα μακαρόνια με μια τρύπα στη μέση, με μια τρύπα γύρω γύρω.


 από δω


Κανείς δεν μπαίνει πια στις παλιές αναρτήσεις των μπλογκς. Το νιώθω, το αισθάνομαι.
Όλος ο χρόνος καταλώνεται ζιπαριστά, σαν να βιάζεσαι πως θα σου πεθάνει. Από το
ένα σόσιαλ, στο άλλο σόσιαλ, με ενδιάμεση στάση ίσως κάποιο τραγούδι, κάποια
φωτογραφία που σου κάνε εντύπωση, η κάποιο λάικ που σε κολάκεψε. Ο χρόνος
μπορεί να κάνει τη ζημιά του, αλλά ευτυχώς, αφήνει ανέπαφα μερικά λεπτεπίλεπτα
διαμαντάκια να σου μαρκάρουν την δική σου ζωή, υπενθυμίζοντας σου, πως όταν
κλείνεις τα μάτια σου, δεν σημαίνει πως δεν βλέπεις. Από την άλλη ο χρόνος μπορεί,
όταν και συ νιώσεις έτοιμος, να σε κάνει να χορταίνεις με τα λίγα. Αν τα μάτια είναι
η βάση της καρδιάς, τότε νομίζω, δεν υπάρχει  λόγος να γκρινιάζουμε. Ίσως να φύγουμε
και χορτάτοι.

Password.

Δυο καλοκαίρια ολόκληρα, όταν πήγαινα στο χωριό για διακοπές, εκλεβα δίκτυο από το γείτονα.
Στην αρχή  το είχε ανοιχτό, χωρίς κωδικό. Όταν κατάλαβε ότι κάποιος τον έκλεβε, έβαλε password.
Μια μέρα στο καφενείο τον ρώτησα την ημερομηνία γέννησής του, δήθεν ότι ήθελα να μάθω το
ζώδιο του. Γύρισα σπίτι και πληκτρολόγησα τους αριθμούς. Δυο καλοκαίρια έτσι κατέβασα μουσική.
Ως κι ευχετήρια κάρτα σκέφτηκα να του στείλω στα γενέθλία του. Σήμερα 19 Ιουνίου 2009, μόλις
πήρα την  άδειά μου, μπήκα στο λεωφορείο για το χωριό. Φτάνω και βλέπω απέναντι φέρετρο. Γνέφω
στη μάνα μου. "Πήγε άδικα, τόσο νέος". Ανέβηκα στο δωμάτιο μου, άνοιξα το λάπτοπ και πληκτρολόγησα το password: δούλευε ρολόι.


Το κείμενο είναι του Γιάννη Παλαβού, που κέρδισε χθες η προχθές, το βραβείο για το καλύτερο
διήγημα. Δικαίως. Άλλα και να μην είχε βραβευτεί θα τον παρασημοφορούσε η δική μου Ακαδημία.
Όπως και να χει, από έναν άνθρωπο που τον φωνάζουν και επίσημα Παλαβό, δεν έχεις παρά να
περιμένεις τα καλύτερα.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Aυτοί που καίγονται στη ζωή μοναδικά έχουν κάθε λόγο να  μην νιώθουν πουθενά κάψιμο.
κλικ

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

                                               


                                                   
-Πως πάει; Ρώτησε ο τυφλός.
- Όπως τα βλέπεις! Απάντησε ο κουτσός. (Georg Christoph Lichtenberg, 18ο αιώνας)

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Ξέρεις, ενα πράγμα είναι απολύτως αναγκαίο. Δεν πρέπει ποτέ, μα ποτέ, να τελείωνεις
πλήρως κάτι. Οταν κάποια στιγμή κάτι είναι τελειωμένο, ολοκληρωμένο και πλήρες, να
είσαι βέβαιος πως την επομενη στιγμή κάποιος θα σκάσει μύτη στη γωνία και θα
ουρλιάξει: Δεν μου λες, τι κοπροσκυλιάζεις ετσι εσυ; Δεν έχεις τίποτα να κάνεις;
Και να σαι κιόλας να καθαρίζεις καλλιόπες η στα χαρακώματα. Ετσι είναι. Οταν
κάτι τελειώσεις, σε τελειώνουν.


(Μιχαέλ ¨Αουγκουστιν, ετσι, για την ταύτιση)

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014




Είναι τρομερό να πέφτεις στα χέρια ενός ζωντανού θεού και να μην ενδίδεις.


Το σκέφτομαι μέρες, χωρίς να ξέρω ακριβώς το λόγο.

Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014

Ανθρακικό.



Κι ενώ η πόλη είχε αρχίσει να ξεστολίζει τα λαμπάκια της απο ολες τις γιορτινές φιέστες  εκείνος  καθόταν στο μισοπαγωμένο σπίτι του κι έψαχνε για κόκα κόλες στο άδειο του ψυγείο.
Δεν τον πείραζε που ήταν άδειο, έτσι κι αλλιώς δεν τον ενδιέφερε και πολύ το φαγητό,
όσο το ότι δεν είχε αυτές τις ρημαδό κόκα-κόλες  για να συνοδέψει το τσιγάρο του.Από
πάνω ακουγόταν φωνές, αλλαλαγμοί, κάτι γιόρταζαν, και του κάνε εντύπωση, γιατί ήταν

άνθρωποι λίγο σκυθρωποί, λίγο μετέωροι, με το ζόρι σου λέγαν καλησπέρα. Έτσι που
τους άκουγε να γελάνε του ερχόταν να ανέβει πάνω και να  σπρώξει με το έτσι θέλω
την πόρτα τους, και να γυρέψει με τσαμπουκά ανθρακικό. Μπα, αποκλείεται, σκέφτηκε.
Ο καλύτερος τρόπος για να σβήσεις τη δίψα σου και τη θλίψη σου είναι να την περπατήσεις.

Κι έτσι έκανε. Φόρεσε το παλτό του και τράβηξε το δρόμο του προς αναζήτηση περιπτέρου.
Αλλά ήταν αργά, κι έκανε κι ένα κωλόκρυο, ποιος ξέρει τι θα σκέφτονταν για αυτόν οι
άδειοι δρόμοι. Αλλά το θέμα ήταν η κόκα -κόλα, που δεν άργησε να βρεθεί μπροστά του.

Γιατί ήξερε: όλο και κάποιος θα διανυκτέρευε για ανθρώπους της περίπτωσης του. Η κυριούλα
του περιπτέρου τον κοίταζε καλά-καλά, όχι απαραιτήτως άσχημα, αλλά ούτε κι απαραίτητα
καλά. Ήταν κάτι στο ενδιάμεσο, ανάμεσα σε μια γλύκα, κι ενός κρυφού παραπόνου. Μήπως
γνωριζόμαστε? σκέφτηκε να της πει, πείτε μου, μπορεί να σας έχω πειράξει και να μην  το
ξέρω, για σκεφτείτε το λιγάκι, είναι ωραία βραδιά  για να σπάσουμε τη σιωπή μας, ελάτε,

αφεθείτε ελεύθερη, ίσως να μην μας δοθεί ξανά άλλη δυνατότητα να κοιταχτούμε, ελάτε που
σας λέω, μην κάνετε ότι δεν καταλαβαίνετε. Αλλά τίποτα. Η κυριούλα τον κοίταζε αγαλματωμένη,
χωρίς να αρθρώσει ούτε μια κουβέντα, έστω και για τα τυπικά  Και εκείνος, για να λέμε και
καμιά αλήθεια, δεν το προσπάθησε και πολύ, κι έτσι πλήρωσε τη κόκα- κόλα του κι απομακρύνθηκε
αθόρυβα. Την κρατούσε στα χέρια του, έτσι παγωμένη που ήταν κι αναρωτιόταν αν έπρεπε
να την ανοίξει τώρα, ετούτη δα τη στιγμή, η να την γλεντήσει με το τσιγαράκι του στο σπίτι.

Αλλά τον έπιασε μια δίψα, κάτι σαν σκοτοδίνη δίψας και την άφησε να λιποθυμήσει έτσι
παγωμένη που ήταν, όλη μέσα του. Τόσο πολύ δίψαγαν τα σωθικά του για ανθρακικό. Κι
αφού την στράγγιξε, κάθισε σχεδόν σαν χαζός  μπροστά σε μια βιτρίνα και κοιτούσε τα
ρούχα της. Είχαν ήδη αρχίσει οι εκπτώσεις, αλλά ποιος χέστηκε γι αυτές. Του έκανε εντύπωση
τα χρώματα. Για χειμώνας  παρα ήταν χτυπητά, μπλουζάκια, κόκκινα, κίτρινα, μενεξεδί, έκαναν
παρέλαση μπροστά στα γέματα  από φυσαλίδες μάτια του, κι αισθάνθηκε ξαφνικά, σαν μεθυσμένος
δερβίσης που δεν μπορεί να σκοτώσει  ούτε ένα  από αυτά τα χρώματα, έτσι για να χει να το λέει.

Και θα μένε εκεί εσαει, φυσαλιδωτά δεμένος, στον αιώνα τον άπαντα, μπροστά σ`αυτό  τον
παροξυσμό της πολυχρωμίας, αν δεν άκουγε κάποιες φωνές η κάποια κλάματα, δεν ήταν σίγουρος
τι από όλα ήταν, που τον τράβηξαν σχεδόν με βια από την βιτρίνα, και τον ανάγκασαν να στραφεί
στο σκοτάδι για να δει αυτές τις φωνές. Αλλά μπορεί και να μην τις έβλεπε. Τι σημασία όμως είχε.

Άκουγε τις φωνές τους. Εκείνη φαίνεται πως ήταν φορτωμένη παράπονα. Με γράφεις, του είπε
Όλο το βράδυ ήταν σαν να κοιτάζω έναν απόντα. Εκείνος  μάλλον πρέπει να θύμωσε και της είπε
αυστηρά. Όλος ο κόσμος μας γράφει ρε συ Μαριάννα, ακόμα κι ο χρόνος τι νομίζεις ότι κάνει?
Μας γράφει κανονικά στα αρχίδια του. και τότε άκουσε ένα εκκωφαντικό πλάφ μέσα στο σκοτάδι
και χαμογέλασε από μέσα του, γιατί φαντάστηκε ότι  θα την πότιζε με το ζόρι μπύρα για να πάψει 
να μιλάει, όχι σαν κι αυτόν που έπινε μέσα στο καταχείμωνο κοκακολίτσα. Που ακούστηκε.

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Το ξέρεις πως δεν είναι ψέμα.


Kαμιά  Μοσχολιού δεν μπόρεσε να υποκαταστήσει το πρώτο λερωμένο σου φιλί.

κλικ

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2013

Για τη τιμή ενός Τάλγκο.


Ωραίος αυτός ο κήπος που βλέπω. Αν ήμασταν τώρα μαζί σίγουρα θα τον χαζεύαμε.Τα κυπαρίσσια
απέναντί μας χαιρετάνε. Ωραία τα κυπαρίσσια. Λεβέντικα. Παρηγορητικά. Ούτε πονάνε,ούτε λαλανε
Για αυτό τα φυτεύουν στα νεκροταφεία: για να διδάσκουν αξιοπρέπεια στις οικογένειες. Καμιά μέρα
αν έχεις όρεξη θα σε πάω βόλτα. Ο Κάφκα έλεγε πως το πράγμα που κάνει όταν επσκέφτεται για
πρώτη φορά μια πόλη, είναι να πάει να δει το νεκροταφείο της και το τσίρκο της. Δεν νομίζω να
φοβάσαι. Οι περισσότεροι άνθρωποι αποφεύγουν να επισκεφτούν ένα τόσο ειρηνικό μέρος. Οι
πόλεμοι κανονικά εκεί θα πρεπε να διαλέγονται για να γίνουν. Η ήττα αποκτάει άλλο νόημα όταν
πατάς το μαλακό τους έδαφος. Εγώ όταν δεν είμαι καλά εκεί πηγαίνω. Αν με πλήρωναν κιόλας
στο να πηγαίνω να ανάβω τα καντήλια, θα το κάνα πολύ ευχαρίστως.. Ήξερα μια γυναίκα που
έκανε αυτή τη δουλειά για πάρα πολλά χρόνια. Πήγαινε κατά τις 3, άναβε καμιά εκατοστή καντήλια
κι έφευγε κατά τις 6. Ξεκούραστη δουλειά, δεν έχεις κανένα πάνω απ`το κεφάλι σου, και τα λεφτά
πάντα κάθε μήνα. Πληρώνουν οι οικογένειες που βαριούνται να πάνε να ανάψουν το καντηλάκι του
μακαρίτη. Εδώ που τα λέμε, τι να πάνε να κάνουν. Πόσο να κλάψεις σ`αυτή τη ζωή. Κάποια στιγμή
στεγνώνουν και τα κλάματα, και λες, δεν θέλω άλλο μωραδελφάκι μου, αφήστε με στην ησυχία μου.
Θέλω να ξεχάσω. Και ξεχνάς, κάποια στιγμή ξεχνάς, όχι τελείως, μην λέμε κι ότι θέλουμε. Πάντα
ένα μικρό υπόλοιπο στη φυλάει, και την πιο ακατάλληλη στιγμή, σου τραβάει το χεράκι και σου λέει:
Ει μάστορα, για κελ μπουρντάν, για ελα εδώ να λογαριαστούμε. Και συ πηγαίνεις σαν τον αφελή, σαν
τον τελευταίο βλάκα, πιστεύοντας πως αυτός που σε καλεί θέλει να σε κεράσει παγωτό. Εγώ πάντως
όταν με κάλεσαν δεν πήγα. Τι να πήγαινα να μάθω που δεν το ξέρω. Την τρίτη δηλαδή δεν πήγα. Τις
άλλες δυο πού πήγα το κάνα μόνο και μόνο για να βελτιώσω την πτυχιακή μου. Να, βάλε με τώρα
να γράψω πρόχειρο διαγώνισμα για την Απώλεια και να δεις πως θα μείνουν άλαλα τα χείλη των
καθηχηταράδων. Τι να μας πουν κι αυτοί. Ανθρωπάκια σου λέω. Το τι μίσος που τους έχω. Εκείνος
ο μαθηματικός. Ακόμη τον βλέπω στον ύπνο μου πως με βασανίζει. Ευτυχώς όμως πέθανε, και η
ανθρωπότητα το γιόρτασε κατά πως του άξιζε: ένα κάθαρμα λιγότερο, είπαν όλοι οι άνθρωποι που
βασάνιζε, και για να γιορτάσουν αυτό το χαρμόσυνο γεγονός, αγόρασαν ρεφενέ γουρουνοπούλα
και σαμπάνιες και έκαναν τσιμπούσι πάνω από το φρεσκοσκαμμενο τάφο του. Σου μιλάω για τρελό
γλέντι. Μιλάμε για τον απόλυτο διονυσιασμό. Εγώ δυστυχώς δεν παρεβρέθει και είναι κάτι  που
το φέρνει βαρέως η συνείδηση μου. Πήγα όμως στο μνημόσυνο, ξέρεις στα σάραντα, εκεί που
οι  ψυχούλες είναι έτοιμες να αναληφθούν, απαλλαγμένες από όλα όσα σκατά κάναν στη Βασιλεία
τους επί της γης, έτοιμες να ενωθούν με το Αιώνιο Φως, και την Αιώνια κατάρα μας. Γιατί όπως
λέει η φίλη μου η Σ. κανείς νεκρός δεν δικαιώνεται αν  έχει υπάρξει στη ζωή του, έστω και για
ένα τέταρτο της ώρας κάθαρμα. Έχουν πλάκα οι άνθρωποι στα μνημόσυνα. Κλαίνε πιο πολύ
ακόμα και από τη μέρα που φυτέψανε τον μακαρίτη. ίσως για να σιγουρευτούν και να κλειδώσουν
μέσα τους το βαρύ τους πένθος. Έτσι έκλαψα και γω εκείνη την αποφράδα μέρα του καθηγητή.
Οι λυγμοί μου ήταν πέρα για πέρα αληθινοί. Ήταν λυγμοί χαράς και λύτρωσης. Επιτέλους, σκεφτόμουν, το θαύμα συντελέστηκε, μπορεί η ανθρωπότητα να προχωρήσει μπροστά με ένα
κάθαρμα λιγότερο. Αφού από την πολύ μου ζέση και με τα φρέσκα κλάματα μου να τρέχουνε
ζεστά στα μαγουλά μου, πήγα και ασπάστηκα την κόρη του, μια εξίσου σιχαμένη και λυμφατικιά,
και της είπα τρυφερά στ`αυτί: να ζήσεις και να μην το θυμάσαι τον πατέρα σου.Δεν του αξίζει.
Κι αν θες να μην έχεις  την δική του μοίρα, φρόντισε όσο γίνεται πιο γρήγορα να μας απαλλάξεις
και συ από την δική σου ύπαρξη, γιατί η καθαρματίλα είναι μεταδοτική, κι αλλά τέτοια όμορφα
είπε το πικρόχολο στόμα μου, και συ πού με ξέρεις και με πιστεύεις, με νιώθεις πως δεν θα
λέγα ποτέ κάτι λιγότερο αν δεν ήμουν σίγουρος πως θα μπορέσω να πληγώσω τον άλλον. Και
ποιους πληγώνουμε στην τελική? Μόνο όσους αγαπάμε πραγματικά, και όσους μας βλάψανε ηθελημένα. Καιροφυλαχτούμε εμείς οι πικρόχολοι. Γιατί αλίμονο αν μου πεθάνουν όσοι με
βλάψαν χωρίς να έχουμε προλάβει να εξηγηθούμε: εκεί έχει μεγάλη στεναχώρια και Αιώνια
κατάρα. Σαν το καθηγητή, κακή του ώρα. Κάτι τέτοια έλεγα και στην φρεσκοθαmμένη φιλενάδα
μου την Ε. Πήγα πάνω από τον τάφο της και την έβριζα: ηλίθια, της είπα. Είσαι εντελώς ηλίθια.
Καημένη φιλενάδα. Πέρασες όλη τη ζωή σου κάνοντας τον ξεναγό στις ζωές των άλλων, και
τι κατάλαβες? Να σε θυμούνται  ως μια φουκαριάρα. Σαν μία που δεν έζησε. Σαν μία πού ήθελε
αλλά δεν μπορούσε. Σαν μία που επιθυμούσε αλλά φοβόταν. Τώρα φάε χώμα και χόρτασε.Κι
άλλα της είπα πιο πρόστυχα και πιο πουτανιάρικα για να την κάνω να γελάσει, κι άναψα 2 τσιγα
ρακια και καπνίσαμε και στ`αρχίδια μας όλα. Για πάρτυ μας ρε. Μαλάκω, ε μαλάκω, κι αφού
ξεθύμαινα με όσα είχα να πώ, έφυγα. Και λέω να μήν ξαναπάω. Τι να κάνω? Οι νεκροί είναι
πιο άχρηστοι κι από τα σκατά, το λέγε ο Ηράκλειτος, εγώ είμαι μαλάκας να τον αμφισβητήσω?
Γιά αυτό σού λέω: κάνε ότι σου κατεβαίνει μάναμου.Και μήν ακούς κανένα, ούτε εμένα. Μέσα
του ο άνθρωπος έχει αυτό το βαθύ ένστικτο που σαν κουδούνι τού λέει: κάντο. Για αυτό πεθαίνουν
οι άνθρωποι. Επειδή δεν ακούν αυτό το ένστικτο. Πού δεν το ομολογούν. Τα χριστούγεννα θέλω
να πιστεύω πως θα ρθω να σε βρώ. Θα ρθω σαν το τραγούδι του Ακη Πάνου: θέλω να τα πω, σαν
να παραλληρώ, χωρίς να με ρωτήσεις. Εσύ φρόντισε ως τότε τα  δύο Μ και το ακριβό σου Α, κι
αν οι θεοί μας αγαπάν, θα ανταμώσουμε. Γιά τη χαρά και τι τιμή ενός  Τάλγκο, αμ τι άλλο.































Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Οι εποχές μου.

                                              

 Οταν κλεβεις το φως απ`το μάτι της ζωής και το ακουμπας στο μαγουλό σου ανθίζεις λένε στ`αλήθεια.


 Υπέφερε απο ελλειψη ενζυμου κατάλυσης χρόνου.Ηταν μόλις 43 και ηθελε τα χρόνια του να τα κάνει χαρτοπόλεμο.

Για ενα πείσμα στον κόσμο μπορεί να γίνεις τόσο ανεξερευνητος, oσο και μια μαλακή τρούφα που καταπινεις πριν κοιμηθείς.



 Οχι , πρέπει να συναντηθούμε. Στη γνωστή γεωγραφία του- κατσε καλά μην ερθω να σε δείρω.









 Τα μεγαλυτερα σε θεαματικοτητα αρτιμελή "θελω" μια μερα θα τα δεις να προαυλιζονται στο καμαρινι του μυαλου σου και τότε θα γινει μεγαλος πανικος.




Εγω γνώρισα κανονικούς αγγελους χωρις φτερά,με γιορτινά κοστούμια επαρχίας που χόρευαν στο 3 χιλιόμετρο της εθνικής δολοφονώντας εφιάλτες.


-Πωλούσε ξυραφάκια σε τιμές προσιτές , χρησιμοποιημένα μια μόνο φορά ,για λογικούς αυτόχειρες. Τον λέγανε θάλασσα.
Στον άστρωτο δρόμο του γελοίου θα φτιάξω ενα σπίτι με μαριονέτες με μικρούς νάνους παριστάνωντας τα ανθρωπάκια ξηλώνοντας ολότελα το φως.  



Να ανησυχώ ετσι που τρέχεις μες το ποδηλατοδρόμιο του μυαλού μου.Να φοβάμαι μηπως γλυστρίσεις και σε βρει καμια αδέσποτη ακτίνα στη καρδιά. 
καρδια
καρδ 
καρ
κ

-Ενας ανθρωπος πέφτει πάνω απο τις ράγες,και στην αποβάθρα ενα πανό ανεμίζει που γράφει: Ζήσε Ανέμελα. 

α
ν
ε
β
α 

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Δεν χρειάζεται να είσαι ο Τενεσί Ουίλιαμς, για να ξέρεις ότι τα δραματάκια της πόζας
μπορούν να γίνουν με λίγη-καλή ατυχία, πραγματικές τραγωδίες.Αρκεί να είσαι κτηνάρα
και ξερόλας.

Τρίτη 16 Ιουλίου 2013


Πάντα πίστευα στην κατά λάθος ομορφιά των ανθρώπων.Αυτοί που σε κοιτάνε
σαστισμένα, και συ ραγίζεις, και το αντιλαμβάνονται λίγο αργότερα-μόλις 100
χρόνια από την φυσική σου εγκατάλειψη απ`αυτό τον πλανήτη.

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ανθυπολοχαζός:ανθρωπος που κατανοεί τον κόσμο των αλλων ως δικό του κόσμο,και τον κόσμο τον δικό του ως ξένο.

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

-Πιστεύετε στο θεο
-Ναι,διότι επέζηζα.

Κώστας Κ. Μηχανικός Λογικής.


Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Το λεγε η Ντυράς: το να γράφεις είναι το αντίθετο του να διηγείσαι ιστορίες.

Γιατί δεν την ακούσαμε καρδιά μου?

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

Moi aussi



Ζω στην γειτονιά του μεγάλου φόβου. Στην γειτονιά των άδειων δρόμων. Ούτε απαγόρευση

κυκλοφορίας να είχαμε. Μετά τις 10 το βράδυ σαν να απλώνεται ένας βαρύς ίσκιος στην πάλαι

ποτέ -συμπαθητική γειτονιά μου. Στους γεννημένους πεζικαριους σαν και του λόγου μου βέβαια

δεν γίνεται λόγος εγκλεισμού. Η περιέργεια μου άλλωστε υπερισχύει κατά πολύ του φόβου μου.


Όχι πως δεν την πλήρωσα . Tην πλήρωσα και γω με τον δικό μου τρόπο πέρσι.
. Λιγότερο βέβαια αναίμακτα από την τύχη του πατέρα ,αλλά την πλήρωσα. Τα διόδια 
αλλωστε  για αυτό υπάρχουν: για να εξαργυρωνουμε τις ποινές μας. Θα μου πεις ,τι φταίξαμε.         Δεν φταίξαμε. Τα χρεωνουμε ολα στην τύχη μας. Η στην ατυχία μας . Η στο μοιραίο της στιγμής."Ενα βήμα και είσαι αλλού " λέει ενας ηρωας του Αγγελοπουλου. Ενα βήμα ,κι είσαι εξω απο το γκαράζ  του σπιτιού σου  για να πάρεις  το αυτοκινητό σου. Κρατάς την κάμερα. Το γνωστό φερετρό σου.
Δεν μπορώ  πραγματικά  να φανταστώ τι θα σκεφτόταν αυτός , ο άτυχος άνδρας καθώς   τον μαχαίρωναν.

Η μάλλον μπορώ. Τέτοιος καιρός ήταν που έπεσα και γω θύμα οργισμένης επίθεσης.

Σαν και τώρα το θυμάμαι.Κοντά στο δρόμο που έγινε ο φόνος του άνδρα.Εκεί περπατούσα

και γω. Βαθιά μεσάνυχτα. Μου πήρε τελικά την τσάντα. Δεν με σκότωσε. Του την έδωσα

αν και δώσαμε μια μάχη γενναίας κλωτσοπατιναδας. Νομίζω τον είπα μαλάκα. Εκείνος

δεν είπε τίποτα. Κροτάλιζε μόνο τα δόντια του από μίσος. Αυτό μου έχει εντυπωθεί βαθιά

μέσα μου: τα δόντια του . Και η λύσσα του να πάρει οπωσδήποτε την τσάντα. Όταν κόπηκε

τελικά κι άρχισε να τρέχει σαν καγκουρό ,εγώ αντί να σηκωθώ , παρέμεινα εκεί ξέπνοος

και τον παρατηρούσα να χάνεται στο σκοτάδι. Κάλπαζε κυριολεκτικά.


Από κείνο το βράδυ θαρρώ άλλαξε η ζωή μου. Μεταμορφώθηκα . Άλλαξα. Δεν ξέρω σε τι,

άλλα άλλαξα. Θυμάμαι εκείνη την στιγμή που ήρθε από πίσω μου Και με έσπρωξε βίαια.

Σκέφτηκα πως αυτό ήταν :πεθαίνω. Άλλα δεν φοβήθηκα για μένα. Φοβήθηκα πως δεν θα

ξαναδώ τον άνθρωπο που αγαπάω . Την εικόνα του θυμάμαι έντονα καθώς σωριαζομουν με δύναμη  πάνω στο κράσπεδο. Την έκφραση στο πρόσωπο του.
Το γέλιο του.Τα ωραία κλαματά του.
Την απορία του. Το σάστισμα του.Τον ενδεχόμενο πόνο του. Όλα αυτά σε κλάσμα δευτερόλεπτου.


Α ναι: και η δική μου η απορία κάπου στο πλάι:γιατί να τελειώσουν όλα τόσο νωρίς.

Νομίζω κι ο άτυχος άντρας κάτι τέτοιο κι αυτός θα σκεφτόταν : Γιατί γαμώ την πίστη μου

να τελειώσουν όλα τόσο νωρίς?



Αλλά η ζωή είναι πιο σκληρή από μας (κι ας πιστεύουμε εμείς το αντίθετο) Ίσως αυτό όμως να πίστευε αυτόςο άνδρας. Ήταν λέει πολύ πλούσιος . Από καλή οικογένεια.Όλη του την ζωή

την πέρασε φορώντας μια μάσκα. Δεν έχουν σημασία όμως οι λεπτομέρειες.Ήταν πολύ νέος.

Στην ηλικία μου. Πέρασε τη τελευταία μέρα της ζωής του σαν μυθιστόρημα. Κλείστηκε

σε ένα δωματίου πολυτελούς ξενοδοχείου και εκεί άρχισε να ξετυλίγει τις σελίδες της

ζωής του. Νομίζω τις ερωτικές του . Ναι ο έρωτας. Τι θα ήταν  ο έρωτας αν δεν μπορούσε

να ξεκάνει έναν άνθρωπο. Τον φέρνω στο μυαλό μου :πίνει το τελευταίο ποτήρι κρασί.

Την τελευταία του γουλιά. Τραβάει λίγο την κουρτίνα . Η Αθήνα είναι φωταγωγημένη.


Χαμογελάει πικρά: δεν θα τον ξαναδώ σκέφτεται. Το χει πάρει απόφαση. Απομακρύνεται

από την κουρτίνα και πηγαίνει και κάθεται στο κρεββάτι του κι αρχίζει να γράφει τα 2 γνωστά

αποχαιρετιστήρια σημειώματα. Άλλα υπάρχει κι ένα τρίτο που άφησε στην σελίδα του στο Facebook:


Στον Θ. για μια αιωνιότητα . Κι από κάτω ακριβώς από τον αποχαιρετισμό αυτό το τραγούδι.


Να μην αρχίζεις να ξεφτάς. Α ρε καριόλη θάνατε. Δεν χορταίνεις με τίποτα πια.



Τετάρτη 17 Απριλίου 2013

Silence

Γεια σου Τάνια. Χρόνια σε περίμενα  να ξαποστάσεις σε τούτο δω το μπλογκ.
Πες μου τι να κεράσω για να γιορτάσουμε αυτό το ευτυχές γεγονός. Άσε με
να μαντέψω:μπερμπον . Μια αρτίστα του είδους σου μόνο μπέρμπον αξίζει
να πίνει. Ας πιούμε λοιπόν. Στην υγειά του κόσμου που χόρτασε γκρεμό.
Το δικό μας κόσμο. μικρός ξέρεις πίστευα μια θεωρία που μ`ακολουθεί

ως τώρα:δεν ήθελα να αλλάξω τον κόσμο.Ήθελα ο κόσμος να μην μπορεί
να αλλάξει εμένα. Τελικά όμως περνώντας τις πύλες της ενηλικίωσης
καταλαβαίνεις  και πως ο κόσμος άλλαξε, και σένα πια δεν μπορείς
να σε αναγνωρίσεις. Το παραδέχτηκες και συ πρόσφατα σε μια
συνέντευξη σου.Στα 60 σου χρόνια έπαψες πια να συναρμολογείς
θριάμβους. Τώρα πια στο Πήλιο φτιάχνεις καφέδες, και καπνίζεις
με τα δέντρα. Ωραίοι οι άνθρωποι, αλλά σε απελπίζουν. Λίγο να
ξανοιχτείς,  μαζί τους και τα μαχαίρια  σου προσγειώνονται ιπτάμενα.

Αλλά έτσι πάει η ιστορία:πρώτα οι αγκαλιές και μετά τα μαχαίρια.
Τα κορμιά και τα μαχαίρια δεν αλλάζουν χέρια, πάρα μόνο πρόσωπο.

....................................................................................................
Πρώτη φορά που σε είδα να τραγουδάς ήταν εκεί γύρω στο 1996.
Μουσικό κουτί κι ατέλειωτα μπουκάλια ξεχασμένης συγκίνησης.
Σε θυμάμαι σαν και τώρα να χτυπάς το πάτωμα και να λες με
θυμό "καρφί δεν καίγεται.". Βλέπεις το σπασμένο καθρεφτάκι
δεν βγαίνει στο δρόμο σαν γυφτάκι, αλλά κλείνεται μέσα του
ως που να κλείσει και η τελευταία ραφή απ1τις πληγές του.
Για να μην το δουν οι περαστικοί και ξεγελαστούν.Για να
μην πουν πως "την πάτησε κι αυτός σαν όλους τους άλλους"

Τι ξέρουν όμως οι άλλοι για μας? Φαντάζομαι όσα ξέρει
και ο λύκος που ουρλιάζει με τεντωμένο τον λαιμό προς
στο φεγγάρι. Ήρθα στα καμαρίνια και σου μίλησα εκείνο
το βράδυ. Δεν θέλω αυτόγραφα γόησσα, σου ψιθύρισα.
Ενα  φιλί είναι αρκετό για να με ψηλώσει.Μου το δώσες
κι έφυγα με το Ακριβό Δώρο καλά φυλαγμένο. Λίγους
μήνες αργότερα διάβασα σε μια συνέντευξη σου "πως
είχες τελειώσει οριστικά με τα κέντρα, δηλαδή, εδώ
και χρόνια"Ένα βράδυ εκεί που τραγούδαγες κάποιος

σου πέταξε ένα πιάτο μπροστά στα πόδια σου.Σταμάτησες
το πρόγραμμα κι απέτησες να σηκωθεί ο άνθρωπος που το
πέταξε να ρθει  να το μαζέψει. Ένα πιάτο. Ένα ηλίθιο
πιάτο μπουζουκιού παράταιρο μπροστά στα έκπληκτα σου μάτια. .
Φαντάζομαι την σαστιμάρα σου.
Αλλά και την οργή σου ενδεχομένως. Έσυ δεν τραγούδαγες
ποτέ σου στα σκυλάδικα. Δεν θα μπορούσες άλλωστε. Εσυ
είχες μεταφράσει το φρικιό σε φρίκη πριν ακόμα βγει σε
επίσημη κυκλοφορία. Γκονταρικιά στο βάθος, κι απόλυτη
ήσουνα χαρά μου.Όλα η τίποτα και μια ζαριά στο πουθενά.

"Στεκόμουν στο φανάρι, πάνε 3-4 χρόνια, κι αισθανόμουν δυνατή
κι ωραία, κι έβλεπα τα μηχανάκια με τα ωραία αγόρια να έρχονται
από τον δρόμο, κι έλεγα από μέσα μου, για μένα έρχονται, σε μένα
χαμογελάνε, αλλά ακριβώς δίπλα μου στεκόταν μια κουκλίτσα, και τότε
σκέφτηκα:ντάξει τάνια, δεν είσαι πια νέα, παραχώρησε την θέση σου
στους νεότερους, άλλωστε μην κάνεις τη χαζή, την κουκλίτσα κοιτάνε"

Κι έτσι από πολύ νωρίς εγκατελειψες το άθλημα. "Πόσο να πλαντάξει
κανείς?"αναρωτιέσαι κι όχι αδικά. Μόνο ο ερωτευμένος και το παιδί
έχουν πλαν ταγμένες καρδιές. Το θέμα είναι να σπάσεις αλλά να μην
λυγίσεις. Αλλά κακά τα ψέματα, και σπάμε και λυγίζουμε, και μετά
αντέ βρες το κουράγιο να περπατήσεις στις πορείες."Αυτό που περιμένω
είναι μια επανάσταση" Δεν έγινε, δεν μπορέσαμε, κι ίσως να είναι πια
αργά. Τώρα πια δεν θες να ξανατραγουδησεις.Σε θυμάμαι κλαμένη
από τα χημικά  σε όλες τις πορείες μοιράζοντας νερά, εκλιπαρωντας
να πάρουμε τηλέφωνο όσους γνωρίζουμε  να κατέβουν γιατί είμαστε
λίγοι. Έτσι έλεγες:είμαστε λίγοι. Πολύ λίγοι τάνια μου. Οι πολλοί.

Έκτοτε εγκατέλειψες. Απογοητεύτηκες και με το δίκιο σου.
Τώρα δεν θες να ξανατραγούδησεις, "γιατί αν τραγουδήσω
αυτή την στιγμή θα εκτοξεύσω δηλητήρια, και το τραγούδι
είναι χαρά, άγρια χαρά και γω μονο χαρά δεν νιώθω" Σαν τη
Φειρούζ και συ. Που είπε πως θα ξανατραγουδησει μόνο
οταν ο Λίβανος γίνει ξανά η χώρα που λάτρευε. Δεν εχει
τραγούδι πιά. Αλλο τραγούδι δεν θα πει η Κυρία, δεν θέλει
πως το λένε. Κλείστε τις κουρτίνες

Η κυρία αγαπάει τα μαύρα μπλούζ και θέλει να καπνίζει τις
νύχτες ανενόχλητη μέχρι να πάθουν τα αστέρια φαρυγγίτιδα.


Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

Το κούρεμα.

Είναι ωραίο αυτό το κομμωτήριο. Ίδιο κι απαράλλαχτο, όπως τότε που το αφησα.
Η Σοφία βέβαια η ιδιοκτήτρια  του  δεν είναι, και πως θα μπορούσε να είναι. Παλιά
την φώναζα Ελπίδα, γιατί μου θύμιζε την τραγουδίστρια. Τώρα μου θυμίζει έναν
πίνακα, έναν ωραίο πίνακα, που όμως  μοιάζει  σαν να του πετάξαν πάνω του, αυγά, μελάνια,
ντοματοχυμούς και κει  να τον ξεχάσαν. Αν ήταν  έργο τέχνης  ίσως και να τον θαύμαζες
για την αφαιρετικότητα του. Εντάξει, γερνάμε. Αν ζούσε η μάνα μου ίσως και να έμοιαζε
στη Σοφία μας. Θα ήταν ας πούμε γύρω στα 73. Τόσο είναι και η Σοφία? Τόσο.


  Γερνάμε και μαζί με μας και τα μαλλιά μας. Παλιά ήμουν κατάξανθος, τώρα
στο πλάι αχνοφεγγουν μικρές άσπρες τρίχες. Για αυτό μου μιλάει στον  πληθυντικό

η κόρη της μανάβισσας. Με σέβεται. Γιατί μου μιλάς έτσι της λέω, πετάγεται τότε
η μάνα της και λέει, ε σε προδίνουν τα  πλαϊνά, δεν το καταλαβαίνεις? Το καταλαβαίνω.





Γιαυτό πηγαίνω στο σπίτι και κοιτάζομαι: όντως έχουν ξεσαλώσει τα πλαϊνά. Μάλλον
πρέπει να αυξήσω την δόση του τζελ. Έχω ακούσει για ένα προϊόν που γυαλίζει
τα μαλλιά, ενώ ταυόχρονα κρύβει και τις λευκές  τρίχες. Η Σοφία μας δεν πρέπει
να το χει. Σκοπεύω να κουρευτώ εκεί, που τι σκοπεύω, είμαι εκεί, περιμένοντας
στο σομόν καναπέ, ξεφιλλιζοντας περιοδικά ωσότου έρθει η σειρά μου.


Είχα διαβάσει παλιά πως τις καλύτερες αποφάσεις τις παίρνεις στο φτερό, αλλά
σ`αυτή την περίπτωση δεν βλέπω να με καλύπτει. Ατάκες σου λέει μετά. Κοροϊδεύουν
το κόσμο  για να μπαίνει μέσα σε ξεχασμένα κομμωτήρια και να καταρακώνεται.
Το θέμα είναι να μην ξεγελαστείς, γιατί άμα συμβεί, μπορεί να βρεθείς με κομμένο
λαιμό η με κομμένο αυτί, εξαρτάται σε τι χέρια κομμωτή θα πέσεις. Ρώτα κι έμενα
που κάποτε βρέθηκα κυριολεκτικά-ευτυχώς-μόνο χωρίς μαλλιά. Δεν ήταν μόνο
βλέπεις χαλασμένα   τα κέφια του κομμωτή, ήταν και τα μάτια. Λίγο Τάσο μου,
λίγο, ξέρεις γύρω-γύρω, ναι μου λέει, ξέρω. Που αν είχα ξεραθεί πάνω σε μια γλάστρα
καλύτερα θα έδειχνα. Το Ναγκασάκι μπροστά μου, μια όαση δροσιάς. Μιλάμε γενικά

για τρίχες, που έτσι κι αλλιώς βγήκαν  από την αρχή. Στους νεκρούς λέει συνεχίζεται
το έργο και μετά το πέρας του βίου. Εκεί δεν έχει προσεχώς., εκεί  έχει επιτόπου,μαλλιά,
νύχια, βλέφαρα ανθοφορούν αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Μέχρι να εξαντληθούν
τα αποθέματα και να τραβήξει ο καθένας τον σιωπηλό του δρόμο. Κουράζεται βλέπεις
το δέντρο που τα γεννάει και ψοφάει. Λογικό είναι. Τώρα εγώ όμως βρίσκομαι πάνω
στην καρέκλα του θυριοδαμαστή  μου. Η Κυρά Σοφία, το νιώθω, με οσμίζεται ως
καλοψημένο γουρουνόπουλο. Μου απλώνει την πετσέτα, σφιχτά για να μην εκτοξευτώ
Σε λίγο θα με βάλει στο φούρνο με κάστανα, πριν με πετσοκόψει. Δεν πρέπει να δείξω

ότι φοβάμαι. Δεν πρέπει να με προδώσουν οι ιδρωτοποιοί αδένες μου. Όχι τώρα, ίσως μετά
αλλά όχι τώρα. Πρέπει να δεχτώ ασμένως την  μοίρα μου. Με κοιτάζει γλυκά μέσα από τον
καθρέφτη και ευτυχώς, για μένα δεν με αναγνωρίζει. Είναι μειλίχια και ευγενική. Με ρωτάει
τι θα κόψουμε. Α  χα. Έχω και επιλογές βλέπω. Μήπως πρέπει να της πω λαιμό? Η να ζητήσω
καλύτερα την βοήθεια κοινού? Μπα. Καλύτερα να μπούμε κατευθείαν στο ψητό, δεν μπορώ

άλλωστε τις αναμονές, κάνουν πολύ θόρυβο,συν ότι δεν έχουμε και πολύ χρόνο να κάψουμε.
Αλλά μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει και με την μορφή  τρίχας. Τόσες χάσαμε δηλαδή,

τι θα πειράξει άλλες λίγες.Όμως ας μπω στο ψητό γιατί βλέπω ότι μπαίνουν κι άλλοι πελάτες
στο μαγαζί και δεν θα προλάβω να σου πω ότι δεν θέλω, γιατί εμένα που με βλέπεις τώρα
στα σαράντα τόσα χρόνια μου και δεν με αναγνωρίζεις, υπήρξα παιδί, παιδί της καλύτερης
σου φίλης. Τι νομίζεις? Να κουρευτώ ήρθα? Λίγα λουλούδια ήρθα να αφήσω στα νιάτα
μου, στα δικά σας, και σ`αυτών που δεν πρόλαβαν να τα ζήσουν. Σ`αυτή την πολυθρόνα

που λες καθόταν η μάνα μου, χιλιάδες χρόνια πριν, πριν ακόμα ανακαλύψω ότι η γη είναι
στρογγυλή, κι ότι όλα με θυμίζουν. Νόμιζα βλέπεις ότι όλα όσα θα ζούσα, τα είχα ήδη ζήσει.
Μην νομίζεις:προπλήρωνα τις ποινές μου. Σαν ένα είδος deja-vu, αλλά στην πιο δυνατή
μορφή του. Στην ουσία ήταν deja-vecu, αν με νιώθεις,κι ερχόμουνα που λες και καθόμουν
σ`αυτόν τον ίδιο απαράλλαχτο καναπέ και κοιτούσα  τις μιζανπλί να βγάζουν  καπνούς και
την μάνα μου  με ένα τσιγάρο στο στόμα να με κεντάει με το βλέμα της, κι αναρωτιόμουν
γιατί δεν καπνίζει και στο  σπίτι, αλλά έτσι είναι τα σπίτια, καμινάδες χωρίς  καπνό, και

τρωγόμουν με τα ρούχα μου να μην ρωτήσω το γιατί, αφού ο μπαμπάς κάπνιζε στο σπίτι,
εσυ γιατί όχι, τι ανισότητες είναι αυτές που δεν μπορούσα να τις πιάσω, και με κοιτούσε
χαμογελαστή μέσα από βάθρο της, και κάπνιζε έτσι δειλά, κι ούτε κατέβασε κάτω τον
καπνό, και κάπως έτσι μια μέρα εγινε σύννεφο και δεν ξαναμάθαμε πια τα νεα της, κι
από τότε δεν θυμάμαι τίποτα αλλο,κι ελπίζω ούτε και συ. Για το καλό του ψαλιδιού.

Ελα λοιπόν. Κοίταξε με βαθιά μέσα στο καθρέφτη, και ρώτα με γλυκά:

-Πως θα τα κάνουμε Κύριε?
-Οπως γουστάρεις κούκλα μου.